Του Τάσου Τριανταφύλλου 


“Κύριε Χόουπ, καλώς ήρθατε πίσω! Ετοιμαστείτε, σε λίγο θα αφαιρέσουμε το προστατευτικό από τα μάτια σας. Πιστεύω να σας προετοίμασε κάπως η κυρία Τόμσον η ψυχολόγος μας, σωστά;”
“Σωστά”, απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας που ξάπλωνε στο κρεβάτι του εργαστηρίου αποκατάστασης και κρυογονικής Cryolife.
“Δεν έχει επανέλθει πλήρως Ρίτσαρντ, το επίπεδο οξυγόνωσης είναι στο φυσιολογικό;”
“Ναι Ρόμπερτ, ούτως ή άλλως περιμέναμε ότι μπορεί να είχαμε επιπλοκές. Και μίλα σιγά, μπορεί να μη καταλαβαίνει αλλά δε ξέρεις ποτέ. Δε πιστεύω να μας κοστίσει πολύ αυτό, δεν είναι λίγο αυτό που καταφέραμε”.
“Θα δούμε, προς το παρών ας κάνουμε μετά από πολλά χρόνια το σταυρό μας. Βγάλε το προστατευτικό. Κύριε Χόουπ, Νέα Υόρκη, έτος 2112”.

Η θερμοκρασία εκείνη το πρωινό του 2112 ήταν περίπου σαράντα βαθμοί κελσίου, με μια ατμόσφαιρα πνιγηρή από την υγρασία και τη ζέστη. Αρκετά φυσιολογικές συνθήκες για την εποχή, ο Σεπτέμβριος τις τελευταίες δεκαετίες είχε γίνει ο τέταρτος μήνας του καλοκαιριού για την αμερικανική μεγαλούπολη. Στα γραφεία της Cryolife, η θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη κι αυτό όχι από έλλειψη κλιματισμού αλλά από τον οργασμό των εργασιών αποκατάστασης και επαναφοράς στη ζωή του δισεκατομμυριούχου Τζον Φρέντερικ Χόουπ, ενός μεγιστάνα των πετρελαϊκών εταιριών, όταν υπήρχαν, που είχε αποφασίσει να καταψυχθεί μετά το θάνατο του μέχρι να βρεθούν οι τεχνολογίες που θα έκαναν δυνατή την ανάσταση του.

Εδώ και τέσσερις μήνες οι Δρ Ρόμπερτ Μπεζόφσκι, Ρίτσαρντ Ντικ Τζούνιορ και Ρενάτα Ραμίρεζ, επικεφαλής των ιατρικών επιστημονικών ομάδων που είχαν ανακαλύψει τον τρόπο επαναφοράς στη ζωή μετά από την κατάψυξη του σώματος, έθεταν σε δοκιμαστική λειτουργία τα όργανα του κυρίου Χόουπ, προετοιμάζοντας τον για την άφιξη του επιτέλους στην Ιθάκη που αναζητούσε. Όπως είχε γράψει και στη διαθήκη του ο χωροχρονικός Οδυσσέας είχε περάσει τόσο καλά όταν ζούσε που υποσχόταν τη μισή περιουσία του στην Cryolife στην περίπτωση που τον ανέσταιναν και τον άφηναν να συνεχίσει τη συγγραφή βιβλίων αμπελοφιλοσοφίας που τόσο αγαπούσε.

Η αυτή ώρα είχε φτάσει, ο κύριος Χόουπ ετοιμαζόταν να συνεχίσει τη ζωή από τα 70 χρόνια που την σταμάτησε, συνεχίζοντας ακάθεκτος προς την αιωνιότητα. Η ψυχολόγος κυρία Τόμσον αντιμετώπιζε όμως προβλήματα με την επαναφορά του. Ο Κος Χόουπ απαντούσε μονολεκτικά και με τρόπο που διέφερε αρκετά από τα ηχογραφημένα μηνύματα που είχε αφήσει στην Cryolife πριν πεθάνει. Το γεγονός αυτό παραξένευε τους επιστήμονες που έβλεπαν τον Χόουπ να αρνείται να επανέλθει πλήρως. Υποθέτοντας ότι μπορεί να οφείλεται σε επιπλοκές που δε μπορούσαν να εξετάσουν εκείνη τη στιγμή, αφαίρεσαν την προστατευτική μάσκα από τα μάτια του. Ο Χόουπ κοιτούσε το ταβάνι όταν ξαφνικά έστρεψε το βλέμμα του στους γιατρούς που βρίσκονταν γύρω του. Όλη η ομάδα που βρίσκονταν στο δωμάτιο ξέσπασε σε χειροκροτήματα, αντάλλαζαν χειραψίες και φιλιά και η Δρ Ραμίρεζ έψαξε στην τσέπη της να βρει το χαρτί που θα διάβαζε στους δημοσιογράφους σε λίγα λεπτά. Ο Χόουπ συνέχισε να κοιτάει αόριστα την ομάδα. Γύρισε το κεφάλι πάλι κάθετα και συνέχισε να κοιτάει το λευκό ταβάνι του εργαστηρίου της Cryolife.
“Κύριε Χόουπ, πως αισθάνεστε; Καλώς ήρθατε, Νέα Υόρκη, έτος 2112. Είμαι ο Δρ Ρόμπερτ Μπεζόφσκι”.
“Καλημεραγειάσας”, απάντησε αστεία και άθελα του ο Χόουπ με μια πνοή και συνέχισε “ποιος είναι ο κύριος Χόουπ;”
Ο Μπεζόφσκι κοίταξε χαμογελώντας αμήχανα γύρω του. Γύρισε στον αναστημένο και του έπιασε το χέρι λέγοντας
“Ο κύριος Χόουπ είστε εσείς. Ο Τζον Φρέντερικ Χόουπ, γεννημένος το 1930 στη Βαλτιμόρη των Η.Π.Α. Κύριε Χόουπ, υπερήφανα σας λέω ότι γεννηθήκατε πάλι! Αναστηθήκατε! Το όνειρο σας έγινε πραγματικότητα”.
“Αναστήθηκα;”
“Σωστά κύριε Χόουπ”.
“Τότε είμαι ο Ιησούς. Ή ο Λάζαρος, δεν είμαι ο Χόουπ”.
Όλο το δωμάτιο αντήχησε από τα γέλια. Ο Μπεζόφσκι είπε γελώντας
“Κύριε Χόουπ, χαίρομαι που δε χάσατε το χιούμορ σας. Σε λίγο θα κάνουμε κάποιες εξετά...”
“Δεν είμαι ο Χόουπ κύριε. Ποιος είναι αυτός ο Χόουπ επιτέλους;” τον διέκοψε απότομα ο γέρος. Ο Μπεζόφσκι πάγωσε. Γύρισε και κοίταξε τον Ρίτσαρντ Ντικ Τζούνιορ που στεκόταν ακίνητος σαν χοντρομπαλάς χιονάνθρωπος μέσα στη λευκή του ρόμπα μέσα από την οποία ξεχείλιζε μια μεγάλη κοιλιά. Έσπρωξε τα γυαλιά που επέμενε να φοράει επειδή όπως έλεγε του χάριζαν ένα σοφιστικέ ρετρό ύφος με το μεσαίο δάχτυλο στη μύτη του και προσπάθησε να σκεφτεί κάποιες πιθανότητες για τη συμπεριφορά του Χόουπ.
“Δεν έχει επανέλθει η μνήμη πλήρως, είναι προφανές. Αλλά γιατί;” είπε  και ξεφύσηξε αλλά αμέσως μετά είπε σχεδόν θριαμβευτικά χαμογελώντας
“Όπως και να 'χει δεν είναι λίγο αυτό που κάναμε. Αναστήσαμε έναν πεθαμένο Ρόμπερτ, θα επαναφέρουμε και τη μνήμη του, αυτό δε θα μπορέσουμε να κάνουμε;”
Ο Μπεζόφσκι γύρισε και κοίταξε τον Χόουπ που τον επεξεργαζόταν λες και ήταν εξωγήινος.
“Είναι αναμφίβολο Ρίτσαρντ, η πρώτη ανάσταση ανθρώπου από άνθρωπο είναι γεγονός, αυτό όμως δε σημαίνει ότι ήμασταν εκατό τα εκατό επιτυχείς”.
Ο Ντικ τον κοίταξε θυμωμένα.
“Ο πάντα τελειομανής Δρ Ρόμπερτ Μπεζόφσκι! Αυτός ο άνθρωπος ήταν κατεψυγμένος 112 χρόνια, τι θες; Να θυμάται τι έφαγε τη μέρα πριν πεθάνει; Σοβαρέψου Ρόμπερτ. Πάω κάτω, οι δημοσιογράφοι περιμένουν. Να έρθεις σε πέντε λεπτά”. Γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε στην πόρτα με τους υπόλοιπους να τον ακολουθούν.
Τις τελευταίες φράσεις ο Μπεζόφσκι τις άκουσε αφηρημένος.
“Τι να έφαγε την μέρα πριν πεθάνει;” σκέφτηκε. Συνέχισε να τον κοιτάει, χαμογελώντας συνέχεια στα καχύποπτα βλέμματα που του έριχνε κάθε τόσο ο Χόουπ, όταν ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του. Η Ρενάτα Ραμίρεζ τον έσφιξε φιλικά
“Πάμε Ρόμπερτ, έχουμε χρόνο να δούμε τι θα κάνουμε. Είναι θέμα ημερών νομίζω να το ξεπεράσουμε. Ο Μπεζόφσκι σηκώθηκε και έβαλε τα χέρια στις τσέπες της ρόμπας συνεχίζοντας να κοιτάει τον Χόουπ ο οποίος πλέον κοιτούσε έξω από το ανοιχτό παράθυρο σαν φυτό.
“Ναι, συγγνώμη, πάμε”.

***

Είχαν περάσει πλέον τουλάχιστον δύο μήνες από τότε που στα εργαστήρια της Cryolife ο δισεκατομμυριούχος Τζον Φρέντερικ Χόουπ είχε αναστηθεί. Η επιστημονική ομάδα που είχε αναλάβει την περίπτωση του αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα πλέον με την επαναφορά της μνήμης του ματαιόδοξου γέρου. Είχαν καταφέρει να ανακτήσουν μέρος αυτής τις πρώτες μέρες μετά την απόψυξη του, αλλά ενάμιση μήνα μετά την τελευταία επιτυχημένη προσπάθεια, τα αποτελέσματα ήταν αποκαρδιωτικά. Ο κύριος Χόουπ παρουσίαζε προβλήματα διανοητικής καθυστέρησης και τίποτα δε θύμιζε τον κραταιό άντρα με το οξυδερκές βλέμμα που είχε τον καιρό που πέθανε. Μέσα στο στενό γραφείο που μύριζε χημική λεβάντα ο Ρόμπερτ Μπεζόφσκι, ο Ντικ Τζούνιορ και η Ραμίρεζ με τη βοήθεια της ψυχολόγου Τόμσον πάσχιζαν να βρουν έναν τρόπο να λειτουργήσει πάλι ο εγκέφαλος του Χόουπ, αφού όπως προβλεπόταν στη διαθήκη του, η περιουσία του θα άνηκε κατά το ήμισυ στην Cryolife μόνο όταν η αποκατάσταση του θα ήταν πλήρης. Είχαν κάνει τεράστιο βήμα ανασταίνοντας για πρώτη φορά ζωντανό πολυκύτταρο οργανισμό στην ιστορία της ανθρωπότητας, τώρα έμενε να αναστήσουν και την ετοιμοθάνατη εταιρία που επένδυσε παραπάνω από τη μισή περιουσία της στο φιλόδοξο πείραμα. Ο Μπεζόφσκι ήταν καθισμένος με πλάτη στο παράθυρο χτυπώντας εκνευριστικά ένα στυλό στο γραφείο, κοιτώντας το να αναπηδά σε κάθε χτύπημα. Ο Ντικ κοιτούσε έξω από το παράθυρο με τα χέρια σταυρωμένα στην πελώρια κοιλιά του ενώ η Τόμσον με τη Ραμίρεζ κοιτούσαν χωρίς καμία προσοχή κάποιες εξετάσεις του Χόουπ. Τη σιωπή έσπασε ένα επιφώνημα του Μπεζόφσκι που πετάχτηκε πάνω.
«Το βρήκα!» Οι υπόλοιποι γύρισαν απότομα και τον κοίταξαν.
«Για πες, σκέφτηκες κάτι;» ρώτησε με αγωνία η Ραμίρεζ.
«Ναι, νομίζω βαδίζουμε σε λάθος δρόμο. Η εγκεφαλική του λειτουργία όπως φαίνεται στα διαγράμματα είναι σχεδόν φυσιολογική, οπότε όσες αγωγές και να του κάνουμε δε πρόκειται να βελτιώσουμε τίποτα παραπάνω. Η θερμοκρασία στις μη ενεργές περιοχές είναι επίσης φυσιολογική και όλοι οι σύνδεσμοι είναι ανενεργοί επειδή τους λείπει κάτι. Τι μπορεί να είναι αυτό; Μέχρι στιγμής οι πρακτικές μέθοδοι που δοκιμάσαμε απέτυχαν, ήταν σαν να ρίχνουμε έναν κουβά νερό σε ένα αυλάκι. Πόση ώρα θα διαρκέσει η ροή; Λίγη. Άρα λοιπόν τι κάνουμε; Πρέπει να σπρώξουμε την κοίτη ενός ποταμού προς αυτό το αυλάκι ώστε να επανενεργοποιηθεί»
«Και τι πρέπει να κάνουμε;» ρώτησε δύσπιστα ο Ντικ. «Άμα του χορηγούμε συνεχώς φάρμακα, θα πεθάνει, άσε που είναι σχεδόν ανέφικτο». Ο Μπεζόφσκι τον κοίταξε με ένα βλέμμα απορίας ανάκατο με απόγνωση που ο φίλος και συνεργάτης του δεν έπαιρνε μπρος.
«Ρίτσαρντ, δε θα ήθελα να σε πω ανόητο μπροστά στις κοπέλες, αλλά δε κρατιέμαι. Έχεις κάνει τόσα χρόνια σπουδών για πετάξεις αυτή την ανοησία;» Ο Ντικ κοκκίνισε από ντροπή και θυμό. Πριν προλάβει να απαντήσει ο Μπεζόφκσι συνέχισε.
«Δρ Τόμσον, πόσο ισχυρό όπλο μπορεί να αποτελέσει ένα ψυχολογικό σοκ;»
«Τι εννοείται Δρ Μπεζόφκσι;» Ο Ρόμπερτ κοίταξε με απογοήτευση το πάτωμα, βάζοντας τα χέρια του στις τσέπες.
«Εννοώ ότι η συμπεριφορά του κυρίου Χόουπ μπορεί να οφείλεται στην αδυναμία του να αντιληφθεί το μέγεθος του περιστατικού. Ο εγκέφαλος του λειτουργεί, απλά θέλει μια καλή ώθηση να αρχίσει να σκέφτεται πάλι φυσιολογικά. Σκεφτείτε τον σαν ένα σκυλάκι που το μεταφέρουν από ένα σπίτι όπου ζούσε χρόνια, σε ένα άλλο, καινούριο, μέσα σε ένα κουτί. Θα σταθεί στην έξοδο του κουτιού και θα κοιτάξει απορημένο γύρω προσπαθώντας να καταλάβει τι γίνεται και μεταφέρθηκε μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα πόδια του σε ένα καινούριο περιβάλλον»
«Ρόμπερτ με εκπλήσσεις με τον λυρισμό σου» είπε αστεία ο Ντικ Τζούνιορ, που άρχισε να καταλαβαίνει που το πάει ο συνεργάτης του, ξεπερνώντας παράλληλα τον εκνευρισμό του για την προηγούμενη προσβολή και συνέχισε
«Έχει δίκιο. Ας δούμε τι του άρεσε να κάνει πριν πεθάνει. Ας βρούμε περιστατικά που μπορούν να τον σοκάρουν με την καλή έννοια. Ρενάτα, έχεις κάνει έρευνα, σωστά;» Η Ραμίρεζ χαμογέλασε και κατευθύνθηκε στο γραφείο της. Στάθηκε στη βιβλιοθήκη και της έγνεψε για να αρχίσει να λειτουργεί. Πίεσε τον κωδικό στο πληκτρολόγιο και η διαδραστική οθόνη εμφανίστηκε μπροστά της.
«Τζον Φρέντερικ Χόουπ. Ευτυχώς ο κύριος Χόουπ άφησε αρκετές λεπτομέρειες από τη ζωή του που μπορούν να βοηθήσουν. Ελάτε να δείτε. Αυτό μπορεί να μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμο στην ιδέα που είχε ο Ρίτσαρντ».

***

Ο Τζον Χόουπ κοιτούσε περίεργα έξω από το παράθυρο. Ο γαλάζιος ουρανός έδειχνε τελείως μονότονος, αφού δεν υπήρχε κάποιο σύννεφο που με τα σχέδια του να τον στολίσει. Ήξερε ότι ήταν ο Τζον Χόουπ, επιχειρηματίας πετρελαϊκών εταιριών στο Τέξας των Η.Π.Α., παντρεμένος με ένα παιδί και απέραντη περιουσία. Εκείνο το μεσημέρι του Νοέμβρη ξάπλωνε στο κρεβάτι του ενώ δεξιά του το φαγητό του καθόταν ανέγγιχτο στο δίσκο που του έφερε η νοσοκόμα. Ο ήχος της πόρτας που άνοιγε τον έκανε να στρέψει το κεφάλι του προς την άλλη άκρη του δωματίου. Στο ευρύχωρο δωμάτιο που περιείχε μόνο το κρεβάτι του Χόουπ, μια ντουλάπα και ένα μεγάλο κομοδίνο, μπήκε ο Δρ Μπεζόφσκι με τους δύο συνεργάτες του, συνοδευόμενοι από την Τόμσον.
«Καλημέρα κύριε Χόουπ, πως είστε σήμερα;» του είπε φιλικά ο Μπεζόφσκι.
«Καλημέρα Ρόμπερτ. Ρόμπερτ σωστά; Καλά είμαι».
«Κύριε Χόουπ, η κυρία Τόμσον θα ήθελε να κάνει μια συζήτηση μαζί σας. Μπορεί;»
«Αν πω όχι, υπάρχει περίπτωση να μη το κάνει;» απάντησε με μια δόση κυνισμού ο Χόουπ, που φανέρωναν μια κάποια διαύγεια που εξέπληξε τους επιστήμονες. Ο Μπεζόφσκι προχώρησε προς το μέρος του και κοίταξε την οθόνη του υπολογιστή που στεκόταν αριστερά στο κρεβάτι του γέρου.
«Νομίζω πως θα σας συνέφερε να μιλήσετε μαζί της. Έχει κάποια ενδιαφέροντα πράγματα να σας πει».
«Τότε ας έρθει» είπε ο Χόουπ, συνεχίζοντας το κρεσέντο διαύγειας που τον είχε πιάσει αναπάντεχα εκείνη την ημέρα. Η Τόμσον κατευθύνθηκε στο κρεβάτι και ο Ντικ έκανε νόημα στους άλλους δύο να βγουν έξω. Ύστερα έκατσε στην άκρη του κρεβατιού και είπε ψύχραιμα και σταθερά, προσπαθώντας να χρωματίσει ευχάριστα τη φωνή της
“Κύριε Χόουπ, γιατί εσείς, είστε εσείς και όχι ένα φυτό ας πούμε;” Ο ηλικιωμένος άντρας κοίταξε την Δρα Τόμσον περίεργα.
“Τι εννοείτε;” Στα χείλη της Τόμσον σχηματίστηκε ένα αμυδρό χαμόγελο, σαν να υποδείκνυε ότι ανέμενε αυτή την απάντηση. “Αν εγώ είμαι εγώ, ένας άνθρωπος με συνείδηση και όχι ένα δέντρο ή ένα πουλί, τότε γιατί να πρέπει να πεθάνω;” απήγγειλε η νεαρή ψυχολόγος με τα ροδοκόκκινα μάγουλα κλείνοντας “Τζον Φρέντερικ Χόουπ, “Τα αμπέλια και ο φίλος της Σοφίας”, σελίδα 45. Εκδόσεις “Lifetime”, Νέα Υόρκη, Ιούνιος 1995”. Τον κοίταξε περίεργα περιμένοντας την αντίδραση του. Η χλομάδα στο πρόσωπο του Χόουπ είχε υποχωρήσει, καθώς φαινόταν αμυδρά ότι κάτι άρχισε να κυλάει στα αυλάκια του εγκεφάλου του. Η Τόμσον αποφάσισε να συνεχίσει.
“Από το ίδιο βιβλίο κύριε Χόουπ. “Αν μου αρέσει που είμαι εγώ και γι' αυτό το λόγο δε θέλω να πεθάνω...””, “...τότε καλύτερα να είμαι μίζερος μια ζωή”, συμπλήρωσε μιλώντας παράλληλα ο Χόουπ. “Κεφάλαιο 4, σελίδα 145 κυρία Τόμσον” συνέχισε ξαφνιάζοντας σίγουρα ευχάριστα την ψυχολόγο.
“Κύριε Χόουπ καλώς ήρθατε πίσω”, είπε με ενθουσιασμό σφίγγοντας του το χέρι. “Μια στιγμή να φωνάξω τους δεύτερους γονείς σας, αν μου επιτρέπεται”. Η Τόμσον κατευθύνθηκε στην πόρτα και έκανε νόημα στην ομάδα να περάσει. Ένα πλατύ χαμόγελο είχε πάρει τη θέση της προσμονής στο πρόσωπο της την ώρα που εξηγούσε στον Μπεζόφσκι και στον Ντικ Τζούνιορ πόσο εύκολη ήταν τελικά η επαναφορά της διάνοιας του κυρίου Χόουπ. 

***

Ο Τζον Φρέντερικ Χόουπ είχε γίνει πλέον παγκόσμιο σύμβολο. Η ανάσταση ανθρώπου από άνθρωπο ήταν  κορυφή της ανθρώπινης ύπαρξης, η επιτομή της επιστήμης, η απόδειξη ότι μετά τον άνθρωπο όντως υπήρχε το χάος. Η διαχείριση αυτής της ιστορικής στιγμής για την ανθρωπότητα θα δημιουργούσε με σιγουριά νέες τάσεις στην φιλοσοφία, στις τέχνες και στη σκέψη ενώ οικοδομήματα όπως η θρησκεία ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα κατέρρεαν ολοκληρωτικά. Οι δεύτεροι γονείς του κυρίου Χόουπ έγιναν αίφνης οι διασημότεροι άνθρωποι στον κόσμο, μη μπορώντας παράλληλα να απορρίψουν τη μεσσιανική όψη που τους προσέδωσε ο κόσμος. Ήταν όλοι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι για τις τεράστιες και χαώδεις λεωφόρους που άνοιξε στο ανθρώπινο γένος η κατάκτηση της αθανασίας. Όλοι;

Ο κύριος Χόουπ κοιτούσε αφηρημένος τον ωκεανό. Καθόταν στο μεταλλικό παγκάκι της προκυμαίας με τα χέρια σταυρωμένα στα γόνατα, σιγοτραγουδώντας έναν αόριστο σκοπό. Δίπλα του έστεκε κλειστό το τελευταίο βιβλίο του, διπλωμένο άτσαλα σε κάποια από τις τελευταίες του σελίδες. Ο κρύος αέρας που φυσούσε από τον ωκεανό τον κρύωνε καθώς στεκόταν με το παλτό μισάνοιχτο κάνοντας τον άνεμο να διαπερνά τα λιγοστά ρούχα που φορούσε. Δεν είχε διάθεση όμως να κουμπωθεί αν και τα μάτια του είχαν δακρύσει, μάλλον από το κρύο που μαστίγωναν οι ριπές του αέρα το πρόσωπο του. Πίσω από την προκυμαία, στο τεράστιο πάρκινγκ σταμάτησε σχεδόν αθόρυβα ένα  αυτοκίνητο. Ο Χόουπ, που πλέον είχε συνηθίσει στους νέους ήχους που έβγαζαν από τους κινητήρες τα αυτοκίνητα γύρισε και κοίταξε. Ο Ρόμπερτ Μπεζόφσκι κατέβηκε, ανεβάζοντας τον γιακά του παλτού του μέχρι το ύψος της μύτης του. Έβαλε ένα ζευγάρι δερμάτινα γάντια και με τα χέρια στις τσέπες πήγε προς τον Χόουπ, ο οποίος βλέποντας τον να έρχεται στο μέρος του γύρισε ξανά το κεφάλι χαμογελώντας αχνά προς τον ωκεανό. 
“Κύριε Χόουπ, νομίζω ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε. Παίζετε με την υγεία σας όταν ξέρουμε και οι δύο πόσο εύθραυστη είναι; Θα χρειαστούν επιπλέον εξετάσεις τώρα και ξέρω ότι δε σας είναι ευχάριστο”. Ο Χόουπ τον κοίταξε χαμογελώντας.
“Και τι θα γίνει Ρόμπερτ; Θα πεθάνω;” Ο Μπεζόφσκι έβαλε σκύβοντας το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια και ξεφύσηξε.
“Κύριε Χόουπ ναι, μπορεί να πεθάνετε και ξέρετε ότι αν δεν είναι φυσικός  θάνατος δε μπορούμε να σας επαναφέρουμε στη ζωή. Και δεν είναι μόνο αυτό. Αν χειροτερέψει η υγεία σας τότε σίγουρα οι μέρες που θα περάσετε σαν ασθενής θα είναι ιδιαίτερα επίπονες”.
“Ρόμπερτ, Ρόμπερτ.. Έχεις διαβάσει ποτέ σου φιλοσοφία; Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Ντεκάρτ, Ρουσσώ, Νίτσε;”
“Δε καταλαβαίνω τι σχέση έχουν όλα αυτά, αλλά όχι, δε μου δόθηκε ποτέ η ευκαιρία. Έχω διαβάσει ελάχιστα αλλά δεν ασχολήθηκα ποτέ σοβαρά”. Ο Χόουπ τον κοίταξε βαθιά στα μάτια.
“Έχεις αντιληφθεί Ρόμπερτ ότι όσα έχτισαν αυτοί οι άνθρωποι εμείς μ' αυτό που κάναμε τα γκρεμίσαμε;” Ο Μπεζόφσκι τον κοίταξε σκεπτικός. Δίστασε για μια στιγμή αλλά απάντησε αποφασιστικά.
“Νομίζω ότι  αργά ή γρήγορα θα γινόταν. Άλλωστε η επιστήμη προοδεύει τόσο γρήγορα που...”
“Η επιστήμη.. Ναι...” τον διέκοψε με αγένεια ο Χόουπ. “Πάντα η επιστήμη” είπε χαμηλόφωνα και το βλέμμα του χάθηκε στην τρικυμισμένη θάλασσα. Τα ψηλά κύματα έσκαγαν με δύναμη πάνω στην προκυμαία γεμίζοντας με αλμυρές στάλες νερού τον αέρα βρέχοντας τους δύο άντρες. Ο Μπεζόφσκι κοίταξε γύρω του, ψάχνοντας με ένα ανήσυχο βλέμμα την άδεια από ανθρώπους ακτή. Μόνο στο βάθος φαινόταν μια παρέα, πιθανόν νεολαίας που πήγε να παίξει με τα πελώρια κύματα, ωθούμενη από την απερισκεψία της ηλικίας . Ο Μπεζόφσκι γύρισε στον Χόουπ.
“Κύριε Χόουπ, νομίζω ότι πρέπει να φύγουμε. Θα σας παρακαλέσω να με ακολουθήσετε”. Ο Τζον Χόουπ τον κοίταξε ειρωνικά.
“Πιθανόν να έπρεπε να απαντήσω 'μάλιστα πατέρα' και να υπακούσω Ρόμπερτ. Αλλά σε παρακαλώ. Κάτσε λίγα λεπτά ακόμα”. Ο Μπεζόφσκι τον κοίταξε δύσπιστα και απρόθυμα έκατσε πάλι στο πλάι του.
“Ρόμπερτ, νιώθεις ελεύθερος; Εννοώ, έχεις σκεφτεί ποτέ τον εαυτό σου χωρίς απαγορεύσεις και κανόνες;” Ο Μπεζόφσκι ξεφύσηξε.
“Δε ξέρω τι εννοείτε με τον όρο ελεύθερος κύριε Χόουπ. Ναι, είμαι ελεύθερος, ζω με την οικογένεια μου, απολαμβάνω τη δουλειά μου, προσπαθώ να είμαι καλά ώσπου να...” απάντησε και σταμάτησε σκεπτικός.
“Ώσπου να..;” χαμογέλασε ο Χόουπ. Ο Μπεζόφσκι μουρμούρισε δυνατά
“Ώσπου να πεθάνω” κατέληξε απρόθυμα.
“Άρα ο θάνατος είναι το μέτρο Ρόμπερτ, σωστά;”
“Τι θέλετε να πείτε;” ρώτησε με απορία ο Μπεζόφσκι.
“Τι εννοώ, τι θέλω να πω, βάλε το μυαλό σου να σκεφτεί Ρόμπερτ!” είπε έντονα ο Χόουπ και σηκώθηκε από το παγκάκι και συνέχισε με το ίδιο ύφος ανεβάζοντας σιγά σιγά τον τόνο της φωνής του
“Κοίτα γύρω σου! Τη θάλασσα, την παραλία, την προκυμαία, τους δρόμους, τα κτίρια! Ποιο είναι το μέτρο για να πεις ότι όλα αυτά είναι ωραία; Πως θα είναι ωραία αν τα απολαμβάνεις αιώνια, πόσο μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα όταν δεν υπάρχει σκοπός;” Ο Μπεζόφσκι τον κοίταξε ανήσυχα.
“Θέλετε να πείτε ότι μετανιώσατε που... αναστηθήκατε κύριε Χόουπ;” ρώτησε διστακτικά ο Μπεζόφσκι. Ο Χόουπ τον κοίταξε λίγες στιγμές αμίλητος.
“Βρήκα αυτό που οι άνθρωποι έψαχναν για αιώνες Ρόμπερτ. Αλλά γυρνώντας στη ζωή όλα αυτά που είχα μάθει δεν υπάρχουν πια. Η φιλοσοφία δεν άλλαξε απλά δρόμο, άλλαξε κατεύθυνση. Ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος, τα πάντα είναι τόσο διαφορετικά που ειλικρινά δε βρίσκω τίποτα που να μπορώ να καταλάβω. Είμαι ένας πρωτόγονος Ρόμπερτ, σε μια κοινωνία που απλά με βλέπει σαν πειραματόζωο. Σαν τον άνθρωπο των σπηλαίων, σαν αξιοθέατο. Αυτό αισθάνομαι Ρόμπερτ κι ας μην είναι έτσι τα πράγματα. Θα συνεχίσω να ζω μέχρι να ξαναπεθάνω. Και; Θα ξανααναστηθώ. Μετά θα πεθάνω και όλο αυτό το πράγμα θα συνεχίζεται αιώνια. Και ποια θα είναι η ζωή μου; Τι θα έχω απολαύσει απ' όλη αυτή τη διαδικασία, όταν στο χιλιοστό έτος της ζωής μου θα πρέπει να σβήσω πάλι αυτά που μου άρεσαν και που απολάμβανα για να ξεκινήσω πάλι από την αρχή; Ποιο είναι το νόημα Ρόμπερτ; Διαβάζω τις αμπελοφιλοσοφίες που έγραφα, τίποτα απ' όσα έχει μέσα εκείνο το βιβλίο δεν ισχύει! Θα γράψω άλλο βιβλίο το οποίο θα αχρηστευθεί την επόμενη φορά που θα ξαναπεθάνω! Που είναι ο Θεός που έψαχνα Ρόμπερτ; Που; Είναι εκεί έξω; Είναι μέσα μας; Εμείς είμαστε Θεοί; Ποιο είναι το νόημα να είσαι ενάρετος αφού θα γεννηθείς πάλι; Γίναμε Θεοί Ρόμπερτ! Γίναμε Θεοί και δε μπορούμε να καταλάβουμε τις ευθύνες μας! Κερδίσαμε τη Βασιλεία των Ουρανών και δε ξέρουμε να βασιλέψουμε! Είμαστε μικροί, ανόητοι πρίγκιπες που μεθύσαμε από τη χαρά της εξουσίας που μόλις αποκτήσαμε, πνιγμένοι στο κρασί της αιωνιότητας σε ένα αέναο όργιο πανηγυρισμών για το κατόρθωμά μας. Και τι καταφέραμε Ρόμπερτ; Ακόμα και ο λόγος του Θεού δεν ισχύει πλέον. Δε μπορεί να ισχύσει κάτι το οποίο λέχθηκε από κάτι που δεν υπάρχει Ρόμπερτ, δε γίνεται”. Όση ώρα μονολογούσε ο Χόουπ, ο Μπεζόφσκι καθόταν σκεπτικός φέρνοντας στη μνήμη του πράγματα που είχε διαβάσει στα παλιά θρησκευτικά βιβλία των προγόνων του, δίχως να καταλάβει γιατί το έκανε αυτό.  Δεν είχε παρατηρήσει επίσης ότι όση ώρα μιλούσε ο Χόουπ απομακρύνονταν σταθερά, φτάνοντας στην άκρη της προκυμαίας, μερικά μέτρα πιο πέρα. Ο Μπεζόφσκι σήκωσε το κεφάλι και είδε έκπληκτος τον Χόουπ να έχει σκαρφαλώσει στο κιγκλίδωμα σηκώνοντας τα χέρια ψηλά, στο ύψος των ώμων.
“Κύριε Χόουπ μη! Σας παρακαλώ, κατεβείτε!” φώναξε απελπισμένα ο Μπεζόφσκι κάνοντας να κινηθεί προς το μέρος του.
“Στάσου! Μην έρχεσαι εδώ Ρόμπερτ, μείνε εκεί! Πάρε το βιβλίο και διάβασε την τελευταία φράση της πρώτης παραγράφου, εκεί στην τσαλακωμένη σελίδα. Κάντο Ρόμπερτ!” Ο Μπεζόφσκι σήκωσε με πανικό το βιβλίο προσπαθώντας να βρει τη φράση που του είπε ο Χόουπ.
“Διάβασε τη Ρόμπερτ, τώρα!” φώναζε επιτακτικά ο Χόουπ. Ο Μπεζόφσκι κράτησε το βιβλίο ψηλά, χωρίς να μπορεί να σκεφτεί να κάνει τίποτε άλλο και διάβασε δυνατά μέσα από το βιβλίο:
“Αν μ' αρέσει που είμαι εγώ και γι' αυτό το λόγο δε θέλω να πεθάνω, τότε καλύτερα να είμαι μίζερος μια ζωή!” είπε και σήκωσε το βλέμμα στον Χόουπ.
“Έκανα λάθος Ρόμπερτ! Μ' αρέσει που είμαι εγώ και γι' αυτό θέλω να πεθάνω!” φώναξε ανατριχιαστικά ο Χόουπ και πήδηξε στη θάλασσα που μανιασμένα έδερνε τα βράχια της προκυμαίας.  Ο Μπεζόφσκι κοίταξε απογοητευμένος μερικά δευτερόλεπτα όταν ξαφνικά, κάτι σαν αναλαμπή φώτισε το μυαλό του.
“Μη! Είναι λάθος!” Έτρεξε με αγωνία στη μεριά που πήδηξε ο ηλικιωμένος άντρας και σταμάτησε στα κάγκελα κοιτώντας την θάλασσα που όμως ήδη είχε καταπιεί το σώμα του Τζον Φρέντερικ Χόουπ. Ο αέρας δυνάμωσε απότομα παρασέρνοντας το βιβλίο του γέρου στην ακτή σκίζοντας, θαρρείς με μανία, τις σελίδες του ενώ τα κύματα έβρεχαν τον Ρόμπερτ Μπεζόφσκι, κρύβοντας τα δάκρυα που έρεαν στα μάγουλα του.
“Και ου της Βασιλείας ουκ έσται τέλος..” ψιθύρισε.

Σχόλια

  1. Πολύ ενδιαφέρον.
    Καλογραμμένο, περιεκτικό, να ξυπνά κρυφές επιθυμίες και φόβους συνάμα.
    Μου άρεσε και το τέλος.
    Μάλλον κάπως έτσι θα το έκλεινα κι εγώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Αναμνήσεις από τις διακοπές της Χριστίνας Παλαιολόγου

"Χαμόγελο" του Αχιλλέα Αρχοντή