Καλοκαιρινές αναμνήσεις του Σωκράτη Τσελεγκαρίδη

Λικέρ κράνο

Υπήρχε αφόρητη ζέστη εκείνο το πρωινό. Οι διακοπές ήταν στο ζενίθ τους και η αλμύρα της θάλασσας απούσα. Το χώμα του χωραφιού θαρρείς και εξατμιζόταν λίγο λίγο. Μπορούσες να το δεις, να το μυρίσεις, να το γευτείς, σχεδόν να το πιάσεις στον αέρα καθώς ταξίδευε για άγνωστους προορισμούς. Με χαρακτηριστική άνεση, το χώμα κυριαρχούσε επί των πάντων στην ευρύτερη περιοχή. Βρισκόταν στα δέντρα, στα καταπράσινα φύλλα τους. Στα οχήματα, στους ανθρώπους, σε εμάς.
«Μαμά, γιατί ήρθαμε στο χωράφι», ρώτησα κοιτώντας με ανησυχία τους εργάτες γύρω μου να ιδρώνουν ακατάπαυστα.
«Για να βοηθήσουμε στο μάζεμα. Αλλά πρώτα έλα μαζί μου», μου απάντησε και πήρε τον κατηφορικό δρόμο που οδηγούσε στην πομόνα.
Ήθελα να επαναστατήσω. Ήμουν διακοπές! Δεν είχα καμία όρεξη για μάζεμα. Καταρχάς δεν έφτανα τα ροδάκινα! Πελώρια φαινόντουσαν τα δέντρα. Και οι τριγωνικές σκάλες μού ήταν κάπως γιγάντιες για να τις κουμαντάρω. Οπότε με κάποια ανακούφιση ακολούθησα τη μαμά μου μακριά από τους εργάτες, αν και χρειάστηκε προσπάθεια για να την προλάβω. Εγώ δεν μπορούσα να κάνω το ίδιο γρήγορα με τους μεγάλους. Όχι ακόμη.
Κάθε βήμα μάς έφερνε πιο κοντά στο τέλος του χωραφιού, εκεί που άρχιζε η πλαγιά του δάσους. Υπήρχε κάτι τρομακτικό προς τα εκεί. Με σωστή ζούγκλα έμοιαζε. Προσπεράσαμε την πομόνα, και ευτυχώς που ήταν κλειστή αφού ο θόρυβός της όταν δούλευε ήταν ασυναγώνιστος.
Σταματήσαμε απότομα. Εγώ δεν ήξερα γιατί, μα η μαμά μου κάτι έψαχνε ανάμεσα στα διάφορα δέντρα, εκεί στην αρχή της πλαγιάς. Τα κουνούπια από τότε με αγαπούσαν πάρα πολύ. Στα λίγα δευτερόλεπτα που μείναμε ακίνητοι με δαγκώσανε πάνω από δέκα φορές. Σε εκείνη την μεριά του χωραφιού, τα χόρτα έφταναν στο μπόι μου, για αυτό πήγαινα ακριβώς πίσω από τη μαμά όταν εκείνη άρχισε να περπατάει ξανά.
Κοίταξε κάτω στο χώμα και μουρμούρισε κάτι σαν «περίεργο μου φαίνεται αλλά γιατί όχι», μα εγώ δεν έδωσα καμία σημασία καθώς ξυνόμουν σαν να μην υπάρχει αύριο. Σαν να έπρεπε να μου βγάλω το δέρμα. Και σχεδόν το κατάφερα. Σε ένα σημείο του χεριού μου τουλάχιστον, το κόκκινο χρώμα επικάλυψε τα πάντα.
Επιτέλους, φτάσαμε. Όχι πως ήταν μακριά, μα όταν δεν ξέρεις ποιος είναι ο προορισμός σου, όλα φαίνονται ακίνητα, αιώνια. Μπροστά μας, καλά ριζωμένο στο χείλος της πλαγιάς, στεκόταν ένα περίεργο δέντρο που έγερνε προς το μέρος μας.
Πλησιάσαμε προσεκτικά γύρω του με μικρά βήματα για να μην γλιστρήσουμε. Και αρχίσαμε να μαζεύουμε τους κόκκινους καρπούς μέσα σε μια πλαστική σακούλα.
«Μαμά, τι δέντρο είναι αυτό», ρώτησα από περιέργεια αλλά και για να σταματήσω για λίγο το μάζεμα.
«Είναι θάμνος αγάπη μου. Κρανιά ονομάζεται και ο καρπός κράνο», μου απάντησε δίχως στιγμή να παύσουν τα χέρια την δουλειά τους. «Τα πιο σκούρα να μαζεύεις», συμπλήρωσε.
«Μπορώ να δοκιμάσω ένα»;
Σταμάτησε. Με κοίταξε. Μου χαμογέλασε και μου απάντησε «φυσικά, αλλά σκούπισε το λίγο πρώτα γιατί έχει σκόνη και χώμα»! Εγώ με χαρά έτριψα ένα κράνο στο μπλουζάκι μου για να το καθαρίσω. Άνοιξα το στόμα μου και το πέταξα μέσα. Πριν ολοκληρώσω την πρώτη δαγκωνιά το έφτυσα μορφάζοντας. Ήταν στυφό, ξινό, σφιχτό. Βασικά, καμία λέξη δεν μπορεί να περιγράψει ικανοποιητικά τη γεύση ενός κράνου.
«Αφού δεν μπορούμε να τα φάμε γιατί τα μαζεύουμε», ρώτησα, μην έχοντας συνέλθει ακόμη.
«Ίσως δεν τρώγονται. Ίσως όμως μπορούμε να τα πιούμε», μού απάντησε η μαμά μου με ακόμη μεγαλύτερο χαμόγελο.
«Αποκλείεται!», αντέδρασα δίχως πολλή σκέψη. «Αποκλείεται», επανέλαβα ξανά μετά από λίγο.
«Θα δούμε. Μάζευε εσύ τα πιο σκούρα. Και ένα ένα να τα πιάνεις, όχι πολλά μαζί διότι θα χαλάσεις τον καρπό της επόμενης χρονιάς», είπε σε κάπως αυστηρό τόνο.
«Τι εννοείς πως θα τα πιούμε; Αφού δεν τρώγονται!», επέμεινα με αγανάκτηση.
«Σε οτιδήποτε αν δίνεις αγάπη και υπομονή τότε εκείνο μεταμορφώνεται. Θα χρειαστούν λίγες βδομάδες για να ετοιμαστεί το λικέρ. Η γεύση του όμως θα είναι μοναδική», μου είπε με τέτοια σιγουριά που δεν χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία.
~
Τι με έκανε να θυμηθώ εκείνη την πρώτη μου συνάντηση με την κρανιά; Ίσως το ότι πλέον φτιάχνω μόνος μου λικέρ από κράνα. Ή ίσως ακόμη να μου κάνει εντύπωση το πόσο διδακτική ήταν εκείνη η μέρα. Κι εκείνα τα κουνούπια μέχρι και σήμερα με κάνουν να ξύνομαι.


Σχόλια

  1. SlotsMate - The Best Casino SlotsMate, Inc. | Kambi
    › casino-slots-mate 광명 출장샵 › casino-slots-mate 목포 출장마사지 Play SlotsMate Online for fun and win real 전라북도 출장샵 money! 강릉 출장샵 Enjoy incredible slots games, online slots, casino games, poker 제천 출장마사지 and live dealer games.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Χαμόγελο" του Αχιλλέα Αρχοντή

"Τεμνόμενες παράλληλοι;" της Κικής Γκόβαρη

Λογοτεχνική Κριτική