Αναμνήσεις από τις διακοπές της Χριστίνας Παλαιολόγου


Όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα οι πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη θα μου θυμίζουν τη θλίψη που προκαλούσαν στα παιδικά μας χρόνια. Τότε που τα καλοκαίρια είχαν άλλη διάσταση και η ανεμελιά αρνούνταν πεισματικά να αποχωριστεί το άρωμα του καλοκαιριού. Δυόμιση μήνες αποχή από τις σχολικές υποχρεώσεις δεν ήταν ποτέ αρκετοί για να γεμίσουμε μπαταρίες.
Ήταν λίγο πριν ξεκινήσει η δεκαετία του ογδόντα. Στοιβαγμένοι στο παλιό λεωφορείο που έβγαζε ντουμάνι και σε κάθε απότομο φρενάρισμα μας έκανε να νιώθουμε σαν ψωμάκια σε τοστιέρα, ανυπομονούσαμε να φτάσουμε στο σημείο ανταπόκρισης για το επόμενο μέσο που θα μας πήγαινε στην Αρκίτσα. Καμία ταλαιπωρία δεν μας άγγιζε και κάθε τι περίεργο που παρατηρούσαμε μέσα ή έξω από το όχημα ήταν τροφή για λεκτικό παιχνίδι ή ιστορίες που έπλαθε το ξεκούραστο μυαλό. Ακόμα και το σοβαρό ύφος του εισπράκτορα έμοιαζε αστείο.
Το γωνιακό μαγαζάκι πίσω από τη στάση του επόμενου λεωφορείου είχε φορέσει τα καλοκαιρινά του. Στις δυο άκρες της ριγέ τέντας που σκίαζε τη λιτή επιγραφή ΨΙΛΙΚΑ ΤΣΙΓΑΡΑ ΤΥΠΟΣ, κρέμονταν πολύχρωμα σωσίβια και φουσκωτές μπάλες και μπροστά στην απέριττη βιτρίνα με τις διαφημιστικές αφίσες, ένα μεγάλο φορητό ράφι φιλοξενούσε διάφορα περιοδικά και σταυρόλεξα. Σταθήκαμε με τον ξάδελφό μου και χαζεύαμε τα εξώφυλλα των εικονογραφημένων παραμυθιών. Απαγορευμένος καρπός για το βαλάντιο των μεροκαματιάρηδων γονιών μας, η απόκτησή τους, που θα μπορούσε να απασχολήσει όμορφα τα μεσημέρια της επιβαλλόμενης ησυχίας, παρέμενε όνειρο.
Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη όταν βολευτήκαμε στις θέσεις του ΚΤΕΛ με την υπόσχεση να μοιραστούμε τη διαδρομή «στο παράθυρο». Η αποκορύφωση της ευτυχίας προσγειώθηκε στα χέρια μας λίγο πριν φτάσουμε στον προορισμό. Δυο ολοκαίνουρια περιοδικά με ιστορίες των προϊστορικών ανθρώπων, του Κρο Μανιόν και του Νεάντερταλ, αγορασμένα από εκείνο το υπέροχο μαγαζάκι, υπόσχονταν αξέχαστες διακοπές.
Το ταξίδι μετά από λίγο ολοκληρώθηκε και το μοναχικό σπίτι στη μέση μιας τεράστιας αυλής γεμάτη γαζίες και ακακίες, άνοιξε τη ζεστή αγκαλιά του και μας υποδέχτηκε. Στην πίσω μεριά ένα συρματόπλεγμα το χώριζε απ’ το διπλανό οικόπεδο που αλώνιζαν δυο κατσίκες, τις οποίες φροντίζαμε να ταΐζουμε συχνά, κόβοντας στη ζούλα κλαδιά από τα δέντρα. Μάλιστα μια φορά που μας επισκέφτηκε απροειδοποίητα η ιδιοκτήτρια και είδε τα τσουρομαδημένα δέντρα της, μας κοίταξε περίεργα με ένα αψυχολόγητο χαμόγελο, κάτι είπε στη γειτόνισσα και από το επόμενο πρωινό, το πρώτο γεύμα της ημέρας άλλαξε. Ζεστό κατσικίσιο γάλα με πέτσα που για τους Αθηναίους γονείς ήταν ευλογία. Για μας τιμωρία.
Αφού χωνεύαμε για τα καλά, ξεκινούσαμε με τα πόδια να διανύσουμε την δεκάλεπτη απόσταση προς την παραλία. Αστείρευτα παιχνίδια μέσα στο νερό μέχρις εξαντλήσεως που αν δεν μελάνιαζαν τα χείλια να τρομάξουν οι μανάδες μας, δε βγαίναμε έξω. Μέχρι να ξαναβρούμε το χρώμα μας, καταβροχθίζαμε λαίμαργα το κολατσιό που περιλάμβανε βραστό αυγό με ψωμί, κασέρι και ντομάτα και μετά για να χωνέψουμε πιο γρήγορα κάναμε αγώνες τρεξίματος στον αιγιαλό.

Τα μεσημέρια μετά το φαγητό έπρεπε να ξαπλώσουμε και να κοιμηθούμε. Ήταν οι ώρες της μέγιστης ζιζανιάς και προσπαθούσαμε να καταπνίξουμε τα χαχανητά κουκουλωμένοι με τα σεντόνια. Μόλις έπιανε να υποχωρεί λίγο η ζέστη, ετοιμαζόμασταν για την απογευματινή βόλτα. Αυτή περιλάμβανε περπάτημα, άλλοτε στην πλατεία του χωριού που μοσχοβολούσε φρεσκοψημένο καλαμπόκι κι άλλοτε στην παραλία με τα βότσαλα, συντροφιά με το φεγγαράκι και τον μοναδικό ήχο που προκαλούσε το αμυδρό κύμα στο ακρογιάλι. Από την πρώτη προσκομίζαμε θησαυρό για τη συλλογή μεταλλικών πολύχρωμων καπακιών και απ’ τη δεύτερη αυτοσχέδια εργαλεία σμιλεύοντας βότσαλα, φανερά επηρεασμένοι από την τεχνική των προϊστορικών ανθρώπων που διαβάζαμε.
Τα βράδια ήταν εξίσου περιπετειώδη για το αθώο παιδικό μυαλό μας. Κατασκευάζαμε ό,τι πιο απίθανο μπορεί να συλλάβει ο νους με καλάμια και πέτρες από τα γύρω χωράφια που το βαφτίζαμε από μικρόφωνο με βάση για τραγουδιστές, έως διαστημόπλοιο. Ύστερα ξαπλώναμε στο κρεβάτι πλήρεις και πριν η κούραση βαρύνει εντελώς τα βλέφαρά μας, ανταλλάσαμε μες στο σκοτάδι φανταστικές ιστορίες ενώ απ’ το ανοιχτό παράθυρο τα τριζόνια σιγοντάριζαν. Όλο το δωμάτιο ευωδίαζε νυχτολούλουδο και νοτισμένο από την υγρασία χώμα.
Παρά το γεγονός ότι δεν αποκλίναμε ιδιαίτερα από το καθημερινό πρόγραμμα, στο δικό μας μικρόκοσμο δεν υπήρχε στιγμή που να δήλωνε επανάληψη. Ήταν όλα τόσο ίδια και τόσο ξεχωριστά! Ακόμα και τα ευτράπελα που κλόνιζαν τη ροή των μεγάλων, για μας αποτελούσαν μοναδικές εμπειρίες. Σαν εκείνο το απόγευμα που ξέσπασε μια μπόρα και εγκλώβισε τους πάντες. Αντί να συννεφιάσουμε που θα μας στερούσε την έξοδο, σταθήκαμε πίσω από την υδάτινη κουρτίνα του παραθύρου πλέκοντας σενάρια και μόλις έπαψε η βροχή γίναμε βιολόγοι ερευνητές, κυνηγώντας τα εκατοντάδες βατραχάκια που πλημμύρισαν την αυλή.

Οι μέρες διαδέχονταν τις νύχτες με αμείωτο ενδιαφέρον μέχρι το τέλος που παρακαλούσαμε να μη φτάσει ποτέ. Μαζέψαμε ενέργεια, περίσσεια μελανίνη στο δέρμα και ροδαλά μάγουλα και κλείσαμε στο χρονοντούλαπο του μυαλού μας τις πιο όμορφες καλοκαιρινές διακοπές που πλέον παίζουν το ρόλο ισχυρού αγχολυτικού. Έτοιμες πάντα να ανασυρθούν και να μας χαρίσουν λίγη από εκείνη την ξεγνοιασιά σε κάποια δύσκολη στιγμή.  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Χαμόγελο" του Αχιλλέα Αρχοντή

"Τεμνόμενες παράλληλοι;" της Κικής Γκόβαρη

Λογοτεχνική Κριτική