Το γράμμα της Νικολίνας Λέκκα


   Το σπίτι με θέα τη θάλασσα είχε μείνει κλειστό τα τελευταία χρόνια. Αποφάσισε όμως ότι είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει ξανά να ανοίξει τα σφαλιστά παράθυρα. Το φως εκτυφλωτικό καθώς διαχύθηκε στον χώρο ανέδειξε την εγκατάλειψη. Σκόνη να αιωρείται στον αέρα, αράχνες στις γωνίες των ταβανιών, φθαρμένα πατώματα, ξεθωριασμένα υφάσματα και κουρτίνες. Ένα σαμιαμίδι ενοχλήθηκε και κινήθηκε αστραπιαία να κρυφτεί. Θυμήθηκε τη μητέρα της να φωνάζει μήπως και τα πειράξουν γιατί είναι το γούρι του σπιτιού.
Θα ανακαίνιζε τον εσωτερικό χώρο κρατώντας μόνο όσα έπιπλα ήταν συντηρημένα και όσα αντικείμενα είχαν συναισθηματική αξία. Μπήκε στο δωμάτιο των γονιών της, όλα όπως τα άφησε. Το κρεβάτι στρωμένο και ταχτοποιημένο, οι φωτογραφίες του γάμου τους και τα στέφανα να κρέμονται στον τοίχο. Η τουαλέτα με τον καθρέφτη, τα κομοδίνα, το σκαμπό. Άνοιξε το πρώτο συρτάρι, βρήκε τα ελάχιστα κοσμήματα της, δύο ζευγάρια σκουλαρίκια, ένα βραχιόλι τύπου χειροπέδα στολισμένο με ζιργκόν και μια χρυσή αλυσίδα. Διάσπαρτα χαρτιά, ταυτότητες, διαβατήρια, γράμματα παλιά, μελάνι σε χαρτί κιτρινισμένο. Αναμνήσεις μιας κοινής ζωής που κράτησε μισό αιώνα.
Όπως τα ανακάτευε με νοσταλγία για τα αγαπημένα πρόσωπα που δεν υπήρχαν πια μαζί της, της τράβηξε την προσοχή ένα κουτί μικρό κλειδωμένο. Το πήρε στα χέρια της, το περιεργάστηκε και προσπάθησε να το ανοίξει. Όσο και αν έψαξε δεν βρήκε κάποιο κλειδί. Η περιέργειά της είχε τόσο πολύ μεγαλώσει, που δεν άφηνε την προσπάθεια ώσπου το έσπασε. Μέσα βρήκε διπλωμένο ένα κομμάτι χαρτί, έμοιαζε με γράμμα αλλά δεν ήταν σε φάκελο. Για μια στιγμή δίστασε, τι ήταν άραγε αυτό το σημείωμα και γιατί ήταν τόσο καλά φυλαγμένο. Μήπως δεν έπρεπε να το διαβάσει. Δεν βαριέσαι, σκέφτηκε και μυστικό να είναι μετά από τόσα χρόνια θα έχει απαλύνει η σημασία του.
«Ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο να σε δω, είναι και επικίνδυνο. Δεν θα αφήσω όμως τίποτα να μπει ανάμεσά μας, δεν θα διακινδυνέψω την μοναδική ευκαιρία να είμαστε μαζί. Διάβασε προσεκτικά τι πρέπει να κάνεις. Σήμερα είναι Τρίτη, λογικά για να διαβάζεις αυτές τις λέξεις, η ξαδέρφη σου έχει καταφέρει και σου έχει δώσει αυτό το γράμμα. Την αντίθετη περίπτωση δεν θέλω ούτε να τη φανταστώ. Την Παρασκευή το βράδυ θα σε περιμένω να φύγουμε μαζί, όπως θέλουμε, όπως μας αξίζει. Ραντεβού την ίδια ώρα, στο γνωστό μέρος. Όλοι θα κοιμούνται κανείς, δεν θα καταλάβει τίποτα. Αν αλλάξει κάτι ειδοποίησε με.
Σε περιμένω για μια ζωή πάντα μαζί.»
Δεν θυμάται πόσες φορές το διάβασε, δεν θυμάται αν ούρλιαξε και πόσο έκλαψε. Δεν θυμάται αν μίσησε ή συγχώρεσε την μητέρα της, αν πόνεσε για την ζωή που έχασε, αν πάγωσε για την πλάνη που είχε πέσει όλα αυτά τα χρόνια. Την πρώτη φορά που διάβασε το γράμμα δεν είχε συνειδητοποιήσει ποιος το είχε γράψει και που απευθυνόταν. Άλλωστε την πήγε πίσω στα χρόνια της άγουρης νιότης, αυτά που η καρδιά για να αντέξει τα ρίχνει στην γωνιά της λήθης. Το ταξίδι δεν ήταν εύκολο.
Το είχε γράψει εκείνος, που είχαν αγαπηθεί τόσο, αλλά οι δικοί της πίστευαν ότι θα της κατέστρεφε τη ζωή. Είχαν αποφασίσει να μην την στείλουν να σπουδάσει για να μην τον βλέπει και έτσι να εξαναγκαστούν να διακόψουν. Της είχαν φερθεί σκληρά, την είχαν περιορίσει στο σπίτι. Οι δικαιολογίες ήταν ότι η νιότη είναι απερίσκεπτη και ότι κάποτε θα τους ευγνωμονεί για αυτή τη στάση τους. Κάποια μέρα αυτός εξαφανίστηκε απότομα και αιφνιδιαστικά, ματαιώνοντας έτσι όλες τις υποσχέσεις που της είχε δώσει. Δικαίωσε με αυτόν τον τρόπο τους γονείς της.
Και όμως τι φρικτή αποκάλυψη! Αυτός είχε προσπαθήσει και αυτή δεν το είχε μάθει ποτέ. Το ίδιο όμως θα πίστευε και αυτός, ότι αυτή δεν τόλμησε και τον εγκατέλειψε. Έτσι εξηγείται γιατί δεν προσπάθησε να τη συναντήσει ούτε μια φορά, και όταν κάποτε διασταυρώθηκαν τυχαία σε έναν πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας αντίκρισε την απέχθεια στο βλέμμα του. Εκείνη την ημέρα αισθάνθηκε ότι τον έχασε για δεύτερη φορά.
Ήταν σε απόγνωση, πίστευε ότι είχε προδοθεί χωρίς μια λογική εξήγηση. Είχε δημιουργήσει μια όμορφη οικογένεια με έναν άλλο άνθρωπο που της προκαλούσε ασφάλεια, χωρίς να της ταράζει την καρδιά. Πονούσε για το ψέμα, την πλάνη, την ευθύνη της επιλογής που δεν την άφησαν να πάρει. Τα βάρη από τα λάθη είναι ασήκωτα, αλίμονο αν η επιλογή δεν είναι δική μας. Για αυτήν όμως κάποιος άλλος είχε πάρει την ευθύνη. Της είχε στερήσει το ιερό δικαίωμα της ελευθερίας. Και το χειρότερο, θύτης και θύμα είχαν αντιστραφεί. Όμως είχε ευθύνη και η ίδια, δεν του έδειξε εμπιστοσύνη, δεν έψαξε να μάθει τι είχε συμβεί. Επαναπαύθηκε, κρύφτηκε πίσω από μια δικαιολογία που της είχαν προσφέρει οι άλλοι.
Ήταν σίγουρη πια ότι η μητέρα της είχε βρει και είχε κρύψει αυτό το γράμμα. Με ποιον τρόπο δεν έχει πλέον σημασία. Της είχε αποκρύψει την αλήθεια και την είχε παρασύρει σε μια πλάνη. Μια πλάνη που της καθόρισε την μετέπειτα ζωή. Ήθελε να την μισήσει, όμως δεν μπορούσε. Αν ήταν μπροστά της θα είχε κάθε δικαίωμα να ξεσπάσει, να κατηγορήσει, να ζητήσει εξηγήσεις. Τώρα πια τι νόημα θα είχε, και άλλωστε τι θα μπορούσε να αλλάξει; Την είχε συγχωρήσει προ πολλού, ο θάνατος δικαιώνει τις συμεπριφορές.
Έμεινε καθισμένη και αμίλητη στο σκαμπό, να κοιτάζει μια το γράμμα και μια την φωτογραφία των γονιών. Ποιος αδιάλλακτος νόμος μητρικής αγάπης είχε δώσει το δικαίωμα για αυτή την παρέμβαση; Τα δικά της συναισθήματα ποιος τα είχε σκεφτεί; Ποιος είχε υπολογίσει τον πόνο και την απόγνωση που είχε υπομείνει; Αυτή εκεί αμίλητη, έρμαιο των επιλογών κάποιων άλλων, πιόνι σε ένα παιχνίδι που το τέλος είναι προκαθορισμένο. Έκαψε το γράμμα και σκόρπισε τα αποκαΐδια στον κήπο. Θα συνέχιζε την ζωή της προσποιούμενη ότι δεν είχε μάθει. Μέσα της όμως η τρικυμία είχε ήδη ξεσηκωθεί!


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Χαμόγελο" του Αχιλλέα Αρχοντή

"Τεμνόμενες παράλληλοι;" της Κικής Γκόβαρη

Λογοτεχνική Κριτική