Καλοκαιρινές αναμνήσεις της Νικολίνας Λέκκα


Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων πάνε πολλές δεκαετίες πίσω στο χωριό των γονιών μου. Ένα πεδινό και εύφορο χωριό, σχετικά κοντά στην θάλασσα. Οι πρώτες εικόνες έχουν τις μορφές των παππούδων και των γιαγιάδων, με μαλλιά άσπρα, πρόσωπα και χέρια ρυτιδιασμένα, ταλαιπωρημένα από τις αγροτικές δουλειές. Ζωή δύσκολη, φτωχική, χωρίς απαιτήσεις, πάντα πρόθυμοι να μας προσφέρουν το ελάχιστο που είχαν. Δεν υπήρχαν πολυτέλειες, υπήρχε όμως φροντίδα από μέρους τους και ξεγνοιασιά για μας με παιχνίδια ατέλειωτα, αυτοσχέδια, ασταμάτητα σύρε και έλα στους δρόμους.
Ζέστη πολύ, τα τζιτζίκια αδιάκοπα να μας σιγοψιθυρίζουν ότι το καλοκαίρι είναι ακόμα μπροστά. Τα παιδιά να προσπαθούμε να δροσιστούμε παίζοντας με τα νερά, όταν δεν μας το έκοβαν την παροχή λόγω έλλειψης, ή παίζοντας κάτω από κάποιο δέντρο. Εμείς στην αυλή της γιαγιάς είχαμε λεμονιά, βρίσκαμε όμως τον ίσκιο της συκιάς εξίσου καλό. Χαχανητά πολλά με την μικρότερη αδερφή μου, τα ξαδέρφια μου και άλλα παιδιά που έρχονταν σαν και εμάς να γλιτώσουν από την λάβρα της Αθήνας.
Κάποιες μέρες ήμασταν τυχεροί και πηγαίναμε για μπάνιο, τσούρμο τα παιδιά σε παραλία άγονη, ούτε δρόμος καλά- καλά δεν υπήρχε. Νερό στο παγούρι από το σπίτι, φαγητό της γιαγιάς και καρπούζι που το βάζαμε στο θάλασσα να διατηρηθεί δροσερό. Θυμάμαι τις πατούσες μου να καίγονται από την καυτό άμμο και να τρυπιούνται από τα αγκαθάκια. Όταν φτάναμε όμως δεν μας έβγαζε κανείς από το νερό, μέχρι να φύγουμε σωστό πανδαιμόνιο. Τι αρβάλες, τι πατητές, τι μακροβούτια, τι υπερβολές, και εξίσου πολύ χαρά!
Το βράδυ κουρασμένοι και εξαντλημένοι από τα παιχνίδια πέφταμε να κοιμηθούμε ξεροί. Άλλες φορές όμως δεν μας έπιανε ο ύπνος και μουρμουράγαμε όλο το βράδυ λέγοντας αστεία, ιστορίες τρομακτικές ή για τους πρώτους έρωτες που δειλά είχαν αρχίσει. Επίσης ονειρευόμαστε το μέλλον και ότι δεν θα αφήναμε τίποτα από όλα αυτά να αλλάξει. Τελικά τα αφήσαμε και άλλαξαν. Θυμάμαι να μας μαλώνουν διαρκώς γιατί κάναμε φασαρία και δεν αφήναμε τους μεγάλους να κοιμηθούν και εμείς κρυφογελώντας, σκεπαζόμαστε με το σεντόνι.
Μυρωδιές από σκασμένα καρπούζια στα μποστάνια, σταφίδες απλωμένες στα αλώνια, αχλάδια να κρέμονται από τις απιδιές και σύκα γλυκά, μελωμένα. Ντομάτες, φασολάκια, πιπεριές και μελιτζάνες να ξεχειλίζουν από το κοφίνι του παππού κάθε φορά που γύριζε από το περιβόλι, που είχε πάει αργά το βράδυ για να ποτίσει. Η γιαγιά με το μαντήλι στο κεφάλι, να δουλεύει στα κτήματα, να τακτοποιεί τα ζωντανά, να καθαρίζει, να ζυμώνει και φυσικά να μας μαλώνει γιατί πάντα θα είχαμε κάνει κάποια αταξία.
Μεγάλο γεγονός ήταν το πανηγύρι του χωριού, 6 Αυγούστου του Σωτήρος. Το πρωί εκκλησία, άρτος, λουκούμια και παστέλι, το μεσημέρι ψάρι βακαλάος παστός, κανόνας απαράβατος ενόψει της νηστείας του δεκαπενταύγουστου. Το βράδυ όλοι στολισμένοι, πηγαίναμε στην κεντρική πλατεία για το πανηγύρι. Την άλλη μέρα αγουροξυπνημένοι, κουρασμένοι, σχεδόν απογοητευμένοι επειδή τίποτα συνταρακτικό δεν είχε συμβεί και οι προσδοκίες μας είχαν διαψευστεί, σχολιάζαμε τα γεγονότα της προηγούμενης βραδιάς. Όλα επαναλαμβανόμενα κάθε χρόνο με τελετουργική πειθαρχία.
Ο Αύγουστος έφτανε στο τέλος και εμείς δειλά δειλά αποχαιρετούσαμε τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τους καλοκαιρινούς μας φίλους με την υπόσχεση ότι θα τους συναντούσαμε και την επόμενη χρονιά. Το τέλος το καλοκαιριού φέρνει πάντα μια μελαγχολία, εγκαταλείπουμε την ξενοιασιά, την χαρά, την ανεμελιά και επιστρέφουμε στους κανόνες, στις υποχρεώσεις είτε αυτές είναι σχολείο ή δουλειά.
Μεγαλώνοντας όμως αποχαιρετήσαμε όλους αυτούς τους ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια στην ζωή μας, τις μυρωδιές που χάθηκαν, τα σπίτια που μείναν σφαλιστά και εγκαταλελειμένα, τις παραλίες που έγιναν οργανωμένες και ασφυκτικά γεμάτες από θορυβώδεις ανθρώπους, αλλά και τα συναισθήματα που καλύψαμε από την σοβαροφάνεια μιας ενήλικης ζωής.
Αν με ρωτήσετε τι μου λείπει περισσότερο τα καλοκαίρια που τελειώνουν ή τα συναισθήματα που χάνονται θα σας πω τα δεύτερο, όλα άλλαξαν, αλλάξαμε και εμείς. Κρατώ σαν ανάμνηση το παράθυρο του υπνοδωματίου με τη λευκή δαντελένια κουρτίνα της γιαγιάς, απ’ έξω τα κλαδιά της ροδιάς να χορεύουν από τον αέρα και εγώ παιδί να φαντάζομαι μελλοντικές παραστάσεις.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Χαμόγελο" του Αχιλλέα Αρχοντή

"Τεμνόμενες παράλληλοι;" της Κικής Γκόβαρη

Λογοτεχνική Κριτική