Το φαράγγι φάντασμα του Αντώνη Ζιώγα



Το πράσινο SIMCA του μπαμπά σκαρφάλωνε σαν κρι-κρι στον ανηφορικό, φιδωτό δρόμο των Λευκών Ορέων. Το οροπέδιο Ομαλός στο οποίο κατευθυνόμασταν βρισκότανε σε ύψος άνω των χιλίων μέτρων. Ο κόσμος γύρω μας φάνταζε μαγευτικός κάτω από τις χρυσές ηλιαχτίδες, που χαϊδεύανε με περίσσια διάθεση την άγρια ομορφιά εκείνου του φανταστικού τοπίου. Βρισκόμασταν στην καρδιά του κατακαλόκαιρου, μιας άλλης εποχής.
Η μαμά σιγοτραγουδούσε τον σκοπό ενός εύθυμου τραγουδιού από τη θέση του συνοδηγού κι εγώ με τον μικρότερό μου αδερφό παλεύαμε ως συνήθως στο πίσω κάθισμα.
«Δείτε πόσο όμορφα είναι έξω. Σταματήστε να μαλώνετε», ακούστηκε η φωνή του μπαμπά καθώς έστριβε με επιδέξιες κινήσεις το τιμόνι στις απότομες στροφές.
«Πότε θα φτάσουμε στο φαράγγι της Σαμαριάς;» ρώτησα με ενθουσιασμό. Θυμάμαι την έκπληξη με την οποία δέχτηκαν οι προσλαμβάνουσες του μυαλού μου την νέα αυτή πληροφορία. Το πρωινό εκείνης της ημέρας έμαθα ότι υπάρχει η λέξη ‘φαράγγι’ και φυσικά τη σημασία της. Ένιωθα σαν να γεννήθηκε για μένα ένας καινούργιος κόσμος. «Το φαράγγι της Σαμαριάς… το φαράγγι της Σαμαριάς… Το φαράγγι της Σαμαριάς…» πιπίλαγα ολημερίς σαν καραμέλα. Φυσικά ανυπομονούσα να το εξερευνήσω.
Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν φτάσαμε σε ένα πλάτωμα. Ο δρόμος σταματούσε εκεί. Δεν υπήρχε ψυχή, εκτός από ένα άδειο σταθμευμένο τουριστικό λεωφορείο. Η ηρεμία της άγριας φύσης φάνταζε τρομαχτική.
«Εδώ πρέπει να είναι», ακούστηκε διστακτική η μαμά κι όλοι ψάχναμε τριγύρω μας για να δούμε το περιβόητο φαράγγι. Όμως εκείνο δεν υπήρχε πουθενά.
«Θα κάναμε λάθος».
«Αποκλείεται, σύμφωνα με τις οδηγίες ήρθαμε σωστά», προέκυψε μια μικρή διαφωνία ανάμεσα στους γονείς μου.
«Κοιτάξτε εκεί», είπα κι έδειξα με το χέρι μου ένα σημείο του ξύλινου φράχτη που έμοιαζε σαν να έκρυβε κάποια είσοδο. Πλησίασα κοντύτερα. Δεν γελάστηκα. Παρατήρησα σωστά. Επρόκειτο για μία χαμηλή πόρτα η οποία στο μεγάλο μάκρος της έκλεινε μία κατεβασιά.
«Εκεί κάτω είναι το φαράγγι!» αναφώνησα ενθουσιασμένος όμως η δυσπιστία της μαμάς με ανάγκασε να μαζευτώ.
«Εγώ δεν βλέπω κάτι, μονάχα γκρεμό».
Κοιτάξαμε όλοι πάνω από την πόρτα. Η μαμά είχε δίκιο. Φαράγγι δεν υπήρχε.
Παρατήρησα ότι η ξύλινη είσοδος δεν ήταν σφαλισμένη. Τύλιξα στις μικρές χούφτες μου τον κορμό και τραβώντας τον, άνοιξα το πέρασμα.
«Ας πάμε λίγο παρακάτω, ίσως το δούμε από πιο χαμηλά» παρακάλεσα κι η μαμά συμφώνησε μαζί μου. Όμως στο πρόσωπο του μπαμπά ήταν ζωγραφισμένη η απογοήτευση κι η άρνηση.
«Εγώ θα σας περιμένω στο αυτοκίνητο», μουρμούρισε βαριεστημένα κι απομακρύνθηκε από κοντά μας.
Τι ήταν αυτό που ακουγότανε; Ομιλίες; Αφουγκράστηκα καλύτερα. Μα ναι! Υπήρχε κόσμος εκεί κάτω! «Μαμά άκου!»
«Από το φαράγγι θα έρχονται», δήλωσε εκείνη και με καινούργιο αέρα αισιοδοξίας οπλίστηκε με θάρρος κι άρχισε να κατηφορίζει τα απότομα πέτρινα σκαλιά. Φυσικά εγώ κι ο αδερφός μου την ακολουθήσαμε. Δυο στροφές πιο κάτω ανταμώσαμε ένα ζευγάρι σχετικά ηλικιωμένο να ανηφορίζει αγκομαχώντας.
«Είναι μακριά από δω το φαράγγι;» ρώτησε η μαμά κι εκείνοι αποκρίθηκαν ασθμαίνοντας, «Όχι πολύ. Τρία χιλιόμετρα. Η κατηφόρα είναι εύκολη. Το ανέβασμα είναι κόπος».
Έτσι λοιπόν συνεχίσαμε να κατεβαίνουμε το βουνό. Στο διάβα μας συναντούσαμε κι άλλους ανθρώπους. Είναι κάποιο γκρουπ σίγουρα. Ίσως να έχουν σχέση με εκείνο το λεωφορείο στο πάρκινγκ. σκέφτηκα.
Στο λαιμό μου είχα κρεμασμένη μια βαριά ρώσικη φωτογραφική μηχανή με ενσωματωμένο φλας. Μου την είχε δωρίσει σε ένα από τα ταξίδια του ο ξάδερφος της μαμάς. Είχα τοποθετήσει καινούργιο φιλμ γιατί ήθελα να υπάρχει χώρος για να απαθανατίσω την κάθε στιγμή. Την λάτρευα εκείνη τη φωτογραφική μηχανή. Ακόμα μου σπάει τη μύτη η θύμηση της μυρωδιάς της δερμάτινης καφέ θήκης. Κι εκείνο το απαλό μηχανικό τρίξιμο σε κάθε οπλισμό του φιλμ γαργαλούσε τόσο ευχάριστα τα αυτιά μου, που αναριγούσα ολόκληρος.
Ο ενθουσιασμός μου ξεχείλιζε από όλους μου τους πόρους. Το ρυάκι δίπλα μας έμοιαζε να μας παρακολουθεί καθώς μας συνόδευε διακριτικά με τα γάργαρα νερά του, βγάζοντας κρυσταλλικούς ήχους. Το τραγούδισμα των πουλιών σε συνδυασμό με το ζουζούνισμα των εντόμων συμπλήρωνε την αρμονία των μελωδιών σαν να πρόβαρε η φύση μια ονειρική συναυλία αφιερωμένη στον Θεό. Δεν υπήρχε αίσθηση που να μη συμμετείχε στο πανηγύρι της ομορφιάς. Η όσφρηση, η ακοή κι η όραση, πρωταγωνιστούσαν στην ωδή της χαράς.
«Πού είναι το φαράγγι;»
Κατεβήκαμε όλο το βουνό και φτάσαμε σε μια ισιάδα, που έμοιαζε με κοιλάδα, όχι όμως με φαράγγι.
«Ελάφια!» φώναξα και συνέχισα να φωτογραφίζω σαν μανιακός. Ήμουν κυριολεκτικά εκστασιασμένος. Πρώτη φορά έβλεπα αυτά τα πλάσμα ζωντανά. Μέχρι τότε τα ήξερα μονάχα από εικόνες. Στεκόντουσαν με τα καμαρωτά τους κέρατα και μας ατένιζαν, από απόσταση ασφαλείας με τα ευγενικά τους μάτια σαν να μας απένειμαν κάποιο σιωπηλό χαιρετισμό.
Ανά διαστήματα στο μονοπάτι που διανύαμε παρατήρησα ότι υπήρχε τοποθετημένη κάθετα στην άκριά του μια πέτρινη πλάκα η οποία είχε πάνω της έναν αριθμό. Ξεκίνησε από το ένα κι έφτασε ήδη ως το τέσσερα. Στην αρχή δεν κατάλαβα σε τι εξυπηρετούσε όμως ξαφνικά… «Τέσσερα χιλιόμετρα» είπα φωναχτά κι ασυναίσθητα παρατήρησα την πλάκα από την πίσω μεριά. Είχε τον αριθμό εννέα. Έκανα έναν πρόχειρο υπολογισμό –εννέα συν τέσσερα- και τότε άστραψε στο μυαλό μου μια ανησυχητική αποκάλυψη. Συνειδητοποίησα ότι το μήκος της διαδρομής του φαραγγιού ήταν δεκατρία χιλιόμετρα κι όχι τρία, όπως μας είπε το ζευγάρι. Ή μήπως είπαν δεκατρία και δεν ακούσαμε καλά; Αμέσως πληροφόρησα τη μαμά η οποία συμφώνησε μαζί μου έντρομη. Αντιληφθήκαμε ότι έχουμε να διανύσουμε άλλα εννέα χιλιόμετρα ως την επόμενη έξοδο και κάπου στη διαδρομή θα διασχίζαμε και την περιβόητη στένωση του φαραγγιού. Όμως όλη αυτή η απόσταση συμπεριλαμβανομένης και της επιστροφής σήμαινε ότι θα έπρεπε να περπατήσουμε άλλα είκοσι δύο χιλιόμετρα κι αυτό δεν ήταν εφικτό. Πλησίαζε η δύση του ηλίου κι εμείς δεν είχαμε φτάσει ούτε στα μισά.
Αποκαμωμένοι κι απογοητευμένοι πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Χωρίς να το καταλάβουμε απομακρυνθήκαμε πολύ. Θα ανησυχούσε κι ο μπαμπάς.
Ήμασταν κι οι τρεις αμίλητοι. Κόπηκαν και τα γέλια κι οι χαρές. Βάδιζα μπροστά, ο αδερφός μου στη μέση και τελευταία ακολουθούσε η μαμά για να μας ελέγχει. Μία αίσθηση αγωνίας άρχισε να πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας. Αραιά και πού άγγιζε τα αυτιά μου το μουρμουρητό της μαμάς η οποία είχε αρχίσει να φοβάται για την ασφάλειά μας. Προσπαθούσε με μεγάλη δυσκολία να κρατήσει την ψυχραιμία της. Κάθε φορά που γύριζα πίσω το κεφάλι μου έβλεπα την τρομοκρατημένη έκφραση που είχε καταλάβει το πρόσωπό της. Τα μάτια της είχανε βουρκώσει. Εγώ πάλι ανησυχούσα περισσότερο για εκείνη παρά για την περιπέτεια που ζούσαμε. Ο μικρός μου αδερφός προχωρούσε πίσω μου σκυφτός και σιωπηλός, όμως δεν μπορούσα να καταλάβω τι σκεφτόταν. Τουλάχιστον δεν έκλαιγε, όπως συνήθιζε.
Ο ήλιος είχε πέσει πολύ χαμηλά κι οι σκιές των δέντρων φάνταζαν απειλητικές στο οπτικό μας πεδίο. Τα σκιερά παραδεισένια μονοπάτια είχαν γίνει τώρα σκοτεινά, απόκοσμα κι ενώ πριν τα πλάσματα της φύσης μας καλωσόριζαν με τη ζωντάνια και το παιχνίδι τους, τώρα αισθανόμουν ότι το έβαζαν σιγά, σιγά στα πόδια για να κουρνιάσουν στις φωλιές τους, αδιαφορώντας για τη δική μας αγωνία.
Πηγαίναμε σχεδόν τρεχάτοι ακόμα και στην μεγάλη κι απότομη ανηφοριά.
«Χαθήκαμε!» αναφώνησε η μαμά κι η φωνή της βγήκε σχεδόν τσιριχτή από την ταραχή και το λαχάνιασμά της. Κοντοστάθηκε και στηρίχτηκε στον κορμό ενός δέντρου για να κοντρολάρει την αναπνοή της.
«Όχι! Μαμά κοίτα! Είμαστε στο σωστό μονοπάτι! Ανηφορίζει! Δες και την πέτρα. Γράφει έντεκα. Σε δύο χιλιόμετρα θα έχουμε φτάσει», προσπάθησα να την καθησυχάσω. Σταθήκαμε να ξαποστάσει για λίγες στιγμές κι ύστερα συνεχίσαμε να σκαρφαλώνουμε.
Κάθε τόσο σήκωνα το κεφάλι μου ψηλά και παρακολουθούσα τον ουρανό. Είχαμε δρόμο ακόμα να διανύσουμε προς την άνοδο κι εκείνος είχε ήδη χάσει την ανοιχτογάλανη μορφή του. Αυτό σήμαινε ότι δεν θα αργούσε ο ήλιος να βασιλέψει. Της μαμάς η πίστη είχε πια κλονιστεί για τα καλά κι έκλαιγε βουβά. Παραδόξως ο κλαψιάρης ο αδερφός μου δεν ακολούθησε το παράδειγμά της. Εξακολουθούσε να σκαρφαλώνει κι εκείνος μαζί μου σαν αγριοκάτσικο το βουνό, λες και το διασκέδαζε. Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι θα φτάναμε στον προορισμό μας πριν κρυφτεί ολότελα το φως. Οπότε δεν έχασα στιγμή το θάρρος μου.
«Μα είναι η οικογένειά μου κάτω. Πώς πας να κλειδώσεις;»
Ήταν η φωνή του...
«Ο μπαμπάς! Μπαμπά!» ούρλιαξα με όλη μου τη δύναμη.
Τελικά το ένστικτό μου βγήκε αληθινό. Ο ουρανός έσβησε την τελευταία δεσμίδα φωτός του ορίζοντα, αφού πρώτα σιγουρεύτηκε ότι ήμασταν όλοι ασφαλείς στην αγκαλιά του μπαμπά.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Χαμόγελο" του Αχιλλέα Αρχοντή

"Τεμνόμενες παράλληλοι;" της Κικής Γκόβαρη

Λογοτεχνική Κριτική