ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΥΧΗ







ΚΑΝΕ ΜΙΑ ΕΥΧΗ

Της Χρύσας Πολυχρόνη 
 
Ήταν από εκείνες τις γυναίκες που πάντα έλεγε ΝΑΙ - σε όλα.Δε στεναχωρούσε κανέναν.ΝΑΙ στη δύστροπη πεθερά της,ΝΑΙ στον ιδιότροπο σύζυγό της, ΝΑΙ στα κακομαθημένα παιδιά της.Ακόμη και στην εργασία της έσκυβε το κεφάλι κι έλεγε ΝΑΙ, δίχως να σκεφτεί αν αυτό ήταν προς όφελός της ή όχι.
   Και ήρθε εκείνο το βράδυ, που ενώ βούρτσιζε τα δόντια της, παρατήρησε προσεκτικά τον εαυτό της στο καθρέφτη. Είχε γεράσει απότομα.Παρόλο την ηλικία των τριάντα πέντε χρόνων, έδειχνε πολύ μεγαλύτερη.Κι εκείνες οι λευκές τρίχες πότε εμφανίστηκαν; Θύμωσε με τον εαυτό της.Πώς κατάντησε έτσι; Για να τους ικανοποιήσει όλους,εγκατέλειψε την ίδια της τη ζωή.Της ήρθε να ουρλιάξει,συγκρατήθηκε.Έσφιξε δόντια και γροθιές.Ξέπλυνε στα γρήγορα το στόμα της και βγήκε απ' το μπάνιο.Πήγε στο δωμάτιό της,ο σύζυγός της κοιμόταν του καλού καιρού. Εμ βέβαια! Τα είχε πάντοτε όλα στο χέρι, τι άγχος να είχε; Κούνησε απηυδισμένη το κεφάλι.Έψαξε για τη τσάντα της,τη βρήκε, την άνοιξε προσεκτικά μην τον ξυπνήσει και πήρε τα τσιγάρα της. " Ώρα για λίγη απόλαυση" σκέφτηκε και βγήκε στο μπαλκόνι.Ο αέρας μύριζε γιασεμί και γαρίφαλο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε στη κουνιστή της πολυθρόνα.Άναψε το τσιγάρο της κι άφησε το νου της να τρέξει πίσω,όταν ήταν μικρή και καλά. Τι έγινε κι άλλαξαν όλα; Μήπως αγάπησε υπερβολικά; Μήπως δόθηκε υπερβολικά;  " Αχ και ν' άλλαζαν όλα..Να είχα σούπερ δυνάμεις, να ξέφευγα λίγο απ' τη μίζερη ζωή μου.Χμ! Και γιατί όχι; Να έσωζα το κόσμο από κακοποιούς και διεστραμένους ανθρώπους" σκέφτηκε με χαζοχαρούμενο ύφος.Έστρεψε το βλέμμα της στον ουρανό. Ένα αστέρι έπεφτε εκείνη τη στιγμή.
- Χαχαχαχα...Λες να γίνει η ευχή μου πραγματικότητα; αστειεύτηκε.Ξύπνα Αλίσια! Εσύ φοβάσαι και τη σκιά σου ακόμα, μάλωσε τον εαυτό της. Δε γίνονται τέτοια πράγματα.
Της φάνηκε πως το  πεφταστέρι έμεινε ξαφνικά ακίνητο κι άρχισε να μεγαλώνει μπροστά της.Πετάχτηκε τρομαγμένη.Θέλησε να μπει μεσ' στο σπίτι, μα τα πόδια της, σαν να κόλλησαν στο μάρμαρο, δεν υπάκουσαν στην εντολή του εγκεφάλου της.Ένιωσε το πρόσωπό της  ν' αλλοιώνεται, τα μάτια της να φλέγονται.Θέλησε να ουρλιάξει,μα φωνή δεν έβγαινε.Σαν να πέρασε ένας αιώνας από πάνω της, σαν να μπήκαν στο σώμα της, όλες οι δυνάμεις του κάτω κόσμου.Ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο κεφάλι κι έπεσε.
Το αστέρι εξαφανίστηκε.Έμεινε για λίγα λεπτά ακίνητη, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Μήπως ονειρεύτηκε; Ένιωθε περίεργα δυνατή.Σηκώθηκε- ευτυχώς ο άνδρας της κοιμόταν ήσυχος- πέρασε αθόρυβα απ' τη κρεβατοκάμαρα και πήγε στο μπάνιο.Κοιτάχτηκε στο καθρέφτη κι άνοιξε διάπλατα το στόμα από την έκπληξη.Τα μάτια της.. Τα μάτια της είχαν αλλάξει σχήμα και όψη.Πετούσαν μικροσκοπικές φλογίτσες και ήταν πιο μεγάλα, πιο επικίνδυνα σαγηνευτικά.
Τέντωσε τ' αυτιά της.Ήταν σίγουρη  πως άκουσε κάτι, έξω απ' το σπίτι.Περίεργο...από μικρή δε φημιζόταν για την ακοή της και τώρα κάτι άλλαξε.
Η φωνή ακούστηκε ξανά, πιο καθαρά τώρα:
- Βοήθεια!
Πότε βρέθηκε στο δρόμο δε το κατάλαβε.Η φωνή τώρα ακουγόταν ξεκάθαρα.Κάποιος καλούσε σε βοήθεια,τρία τετράγωνα πιο κάτω.Σε δευτερόλεπτα βρέθηκε μπροστά σε μια απίστευτη σκηνή: μια κοπέλα μισόγυμνη και τραυματισμένη παρακαλούσε για έλεος κι από πάνω της ένας άνδρας που βρωμούσε ουίσκι και ιδρώτα, την έβριζε χυδαία και χαχάνιζε.Η Αλίσια ένιωσε μια δύναμη ν' ανεβαίνει ως τα μάτια της.
- Φύγε από πάνω της! τον πρόσταξε.Άφησέ την και φύγε..ΤΩΡΑ!
Ο άνδρας ξαφνιάστηκε.Γύρισε και μόλις την είδε,έβαλε τα γέλια.
- Χαχαχαχα! Τι τυχερός που είμαι απόψε! Μήπως θες να πάρεις τη θέση της γλύκα;
Τα μάτια της σαν να μεγάλωσαν περισσότερο και φλόγες φωτιάς ξεπήδησαν από μέσα τους.Εκείνος τα' χασε. Και πριν προλάβει ν' αντιδράσει, οι φλόγες όρμησαν πάνω του, τον τύλιξαν και τα ουρλιαχτά του έσκισαν την ησυχία της νύχτας.
Η τραυματισμένη κοπέλα, με κομμένη την ανάσα, παρακολουθούσε έντρομη τη σκηνή.
- Πρέπει να πας στο νοσοκομείο, θα ειδοποιήσω ασθενοφόρο, της είπε η Αλίσια προσπαθώντας να συνέλθει απ' αυτό που προκάλεσε.Μέσα της γεννήθηκε μια δύναμη, δε θα φοβόταν τίποτε πια και κανέναν.
- Ποια..ποια είσαι; Μου έσωσες τη ζωή, πρέπει να ξέρω τ' όνομά σου..
Η Αλίσια της γύρισε τη πλάτη και με σταθερή φωνή της είπε:
- Είμαι αυτή που θα σώσει το κόσμο.Και ο κόσμος χρειάζεται έναν ήρωα.Δε νομίζεις;
    Ήταν ως έκτακτο στις πρώτες πρωινές ειδήσεις την επόμενη μέρα.
" Η γυναίκα με τα πύρινα μάτια" έσωσε μια κοπέλα από σίγουρο βιασμό και δολοφονία.Νεκρός με φρικτό τρόπο ο επίδοξος βιαστής. Ποια είναι αυτή που απέδωσε δικαιοσύνη; Από πού ήρθε;
- Δε ξέρω ποια είναι, ούτε από που ήρθε, αλλά εμένα μ' έσωσε.Και την ευχαριστώ θερμά γι' αυτό! είχε απαντήσει το θύμα στους δημοσιογράφους, όταν της πήραν συνέντευξη απ' το νοσοκομείο που νοσηλευόταν.Κι όταν τη ρώτησαν τα χαρακτηριστικά της, η κοπέλα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
- Δε θυμάμαι, είχα πάθει σοκ εκείνη τη στιγμή.
Η Αλίσια χαμογέλασε ευχαριστημένη και γεμάτη ανακούφιση.
- Ετοίμασες καφέ; ακούστηκε η φωνή του άνδρα της απο το μπάνιο.
-Έχω έτοιμο το πρωινό σου στο τραπέζι, του απάντησε κι έκλεισε τη τηλεόραση.Ένιωθε κάπως περίεργα.Χθες βράδυ είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο και πράγμα παράξενο, δεν αισθανόταν καθόλου τύψεις.
Ο άνδρας της βγήκε απ' το μπάνιο και τη πλησίασε.Μύριζε έντονα αποσμητικό κι αυτό την εκνεύριζε.Ήταν πολύ όμορφος,όφειλε να το παραδεχτεί.Κι εκείνες οι τεράστιες πλάτες του- φτιαγμένες στα γυμναστήρια- ήταν σίγουρη πως οργίαζαν τη φαντασία των γυναικών που συναναστρέφονταν μαζί του.
- Θ' αργήσω απόψε.
- Πάλι;
- Έχουμε έκτακτο συμβούλιο.Μεθαύριο έρχεται ο Γιαπωνέζος και πρέπει να ετοιμαστούμε.
- Τον άλλο μήνα δε θα ερχόταν;
- Άλλαξε γνώμη.
- Κάθισε να φας, θα πεινάσεις μέχρι το βράδυ.
- Θα τσιμπήσω στο γραφείο.
- Μάλιστα.
- Μόνο καφέ θα πιω.
Του σέρβιρε το γαλλικό καφέ του ,με δυο κύβους ζάχαρη και κάθισε απέναντί του.
- Εσύ τι θα κάνεις σήμερα; τη ρώτησε ρουφώντας άπληστα το καφέ του.
- Θα πάω τα παιδιά στο σχολείο και μετά θα βγω για καφέ με τη Μάρθα.
- Έχω αφήσει το μαύρο κουστούμι μου στο καθαριστήριο.
- Θα πάω να το πάρω.
- Ωραία.Και μη κρατήσεις φαγητό για μένα, θα φάω έξω με συναδέλφους.
- Α, μάλιστα.
- Φεύγω, άργησα..
Της έδωσε ένα πεταχτό φιλί , πήρε το χαρτοφύλακά του και βγήκε βιαστικά.Εκείνη απέμεινε να κοιτάζει το στρωμένο τραπέζι με τ' αυγά, τις φρυγανιές, το γάλα, τη πορτοκαλάδα και τη μαρμελάδα που ' χε φτιάξει η ίδια και αναρωτήθηκε γιατί παιδεύτηκε να τα ετοιμάσει.
- Παιδιά είστε έτοιμοι;Ελάτε να φάτε, θ' αργήσετε στο σχολείο.
  Η καφετέρια ήταν σχετικά γεμάτη, για εννέα το πρωί.Είδε τη φίλη της να τη περιμένει.
- Αράζω κι έρχομαι, της φώναξε κι εκείνη αρκέστηκε να κουνήσει καταφατικά το κεφάλι. Η Αλίσια διαισθάνθηκε πως κάτι της συνέβαινε." Θα μάθω σε λίγο" σκέφτηκε και για καλή της τύχη βρήκε γρήγορα μια κενή θέση για παρκάρισμα.
Η Μάρθα είχε παραγγείλει ένα φρέντο εσπρέσσο. Η Αλίσια πρόσεξε το ατημέλητο λουκ της.Πρώτη φορά την έβλεπε έτσι.Φορούσε μαύρα γυαλιά και της έκανε εντύπωση.Η Μάρθα είχε αλλεργία στα γυαλιά.
- Ο δικός μου καφές; τη ρώτησε χαμογελώντας.
- Ε; Συγνώμη δε σου παρήγγειλα, δεν ήμουν σίγουρη ότι θα έρθεις.
- Μα..τι λες; Αφού το είχαμε κανονίσει. Τι έχεις;
Κάθισε απέναντί της.
- Καλά είμαι.
Η Αλίσια έκανε νόημα στο σερβιτόρο.
- Ένα φρέντο καπουτσίνο...με μπόλικη ζάχαρη του τόνισε και στράφηκε πάλι στη φίλη της.
- Τι συμβαίνει Μάρθα; Και γιατί φοράς γυαλιά;
Ακολούθησε μια μικρή σιωπή.
- Θα μου πεις επιτέλους;
Η Μάρθα κοίταξε ανήσυχη γύρω της  κι έπειτα έβγαλε τα γυαλιά της.
- Ω Θεέ μου!
Το δεξί της μάτι ήταν πρησμένο κι ένα άσχημο κόψιμο από μαχαίρι, υπήρχε πάνω από το φρύδι της.
- Ποιος σου το έκανε αυτό;
Η Μάρθα ξαναέβαλε τα γυαλιά της κι έσκυψε το κεφάλι.
- Θα μου πεις;
- Δεν είναι τίποτα.
- Τι λες; Πώς δεν είναι τίποτα; Θα μου πεις ή θ' αναγκαστώ να πάω στην αστυνομία και..
- Εντάξει, θα σου πω, μη φωνάζεις.Δε χρειάζεται αστυνομία.Ο Ντάνι με χτύπησε.
Τα μάτια της Αλίσια άνοιξαν διάπλατα.
- Ορίστε;
- Ο Ντάνι ναι.Άργησε χθες βράδυ να επιστρέψει απ' τη δουλειά κι εγώ τον ρώτησα που ήταν.Αυτός νευρίασε, με χαστούκισε, μ' έβρισε κι όταν έκανα ν' αμυνθώ, μου έδωσε μπουνιά και μ' ένα μαχαίρι που κρατούσε για να κόψει ψωμί, με τραυμάτισε όπως είδες.
Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας.Η Αλίσια είχε μείνει εμβρόντητη.
- Μα είναι δυνατόν; Ο Ντάνι; Το άκακο προβατάκι; Μάρθα να πας να τον καταγγείλεις.
- Όχι! Όχι δε θα το κάνω.Πάνω στα νεύρα του το έκανε.Επέστρεψε κουρασμένος κι εγώ τον άρχισα με τη γκρίνια μου.Εγώ φταίω.Μου ορκίστηκε ότι δε θα το ξανακάνει, μου ζήτησε συγνώμη.
Η Αλίσια τη κοίταξε με δυσπιστία και θυμό.Ένιωσε τα μάτια της να θερμαίνονται και συγκρατήθηκε.
- Αν ξανά ακουμπήσει χέρι πάνω σου..
- Τι; Τι εννοείς; Μην ανακατευτείς Αλίσια, αυτό αφορά εμένα κι εκείνον.
- Τι είπες; Είσαι φίλη μου.Πώς μπορώ να μην ανακατευτώ;
Η Μάρθα σηκώθηκε εκνευρισμένη.
- Κακώς που σου το είπα.Και σε παρακαλώ, μη γίνει θέμα συζήτησης.
- Πού πας; Κάθισε κάτω, δεν είπα κάτι κακό.Ενδιαφέρομαι για σένα, σ' αγαπάω. Δε θέλω να σε στεναχωρεί κανείς, είσαι η αδερφή που δεν έχω.
- Φεύγω Αλίσια. Καλύτερα να τα πούμε άλλη στιγμή.
       
Με βαριά καρδιά και μυαλό γεμάτο σκέψεις η Αλίσια γύρισε σπίτι της.Μηχανικά έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού και μαγείρεψε ένα πρόχειρο φαγητό. Το ένστικτό της τη προειδοποίησε πως κάτι κακό θα γινόταν κι έπρεπε να το προλάβει.
  Δυο μέρες αργότερα μια ίωση ρίχνει το μικρό της γιο στο κρεβάτι κι όλη της η έννοια στράφηκε σ' αυτόν.Ξέχασε τη Μάρθα και το πρόβλημά της.Ώσπου ένα απόγευμα- μετά από αρκετές μέρες-παρατήρησε ότι η φίλη της δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της.Σχημάτισε τον αριθμό της με ολοφάνερη ανησυχία.Η Μάρθα δεν απαντούσε.Ζήτησε από τον άνδρα της να προσέχει τα παιδί , μπήκε στ' αυτοκίνητό της και ξεκίνησε για το σπίτι της.Είχε κίνηση στο δρόμο κι άργησε να φτάσει.Το σπίτι της φίλης της ήταν στο τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας.Χτύπησε το κουδούνι αρκετές φορές, αλλά δε πήρε απάντηση.Μια ηλικιωμένη γυναίκα , που έβγαινε εκείνη τη στιγμή, της τράβηξε τη προσοχή.
" Φαίνεται να γνωρίζει όλα τα μυστικά των ενοίκων της πολυκατοικίας.Ας τη ρωτήσω" σκέφτηκε αχνογελώντας και τη πλησίασε.
- Καλησπέρα σας.
- Δε θέλω φυλλάδια. Από αυτούς είσαι; Της αντιγύρισε η ηλικιωμένη, κοιτάζοντάς την άγρια.
- Δεν είμαι κάτι ούτε έχω φυλλάδια.Μια πληροφορία θέλω..
- Σας ακούω..
- Μένει εδώ μια φίλη μου, η Μάρθα..
- Ααα! Φίλη της καημένης της Μαρθούλας είστε;  Δε τα μάθατε;
- Τι έγινε;
- Είναι εδώ και τρεις μέρες στο νοσοκομείο με βαριά κατάγματα.Δε ξέρουν αν θα τα καταφέρει.Τη χτύπησε ο άνδρας της.. το τομάρι!Ακόμη δεν τον έχουν βρει, είναι εξαφανισμένος.Εσείς, πως και δε..
Η Αλίσια δε κάθισε ν' ακούσει περισσότερα.Εξαφανίστηκε απο μπροστά της και σε λίγα λεπτά ήταν στο νοσοκομείο. Ζήτησε να δει τη φίλη της ,αλλά δεν την άφησαν.Ήταν σε καταστολή, στη ΜΕΘ.Η οργή είχε αρχίσει να ξεχειλίζει απ' τα μάτια της.Αν δεν είχε αρρωστήσει ο Κέβιν, αν δεν την είχε ξεχάσει, αν της τηλεφωνούσε, δε θα ήταν σ' αυτή τη κατάσταση τώρα.. Θα είχε προλάβει..
Κι αυτός ο καταραμένος ο Ντάνι που να κρυβόταν άραγε;
Κατέβηκε στη καφετέρια του νοσοκομείου και ζήτησε έναν καφέ.Κάθισε σε μια γωνιά και προσπάθησε να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη.Έπρεπε να βρει τον Ντάνι, αυτό είχε προτεραιότητα τώρα. Και μάλιστα πριν απο την αστυνομία.
Το κινητό της άρχισε να χτυπά, επιστρέφοντάς την στη πραγματικότητα. Κάποιος την έπαιρνε με απόκρυψη.Ν' απαντούσε; Δεν ήταν σίγουρη. Κι όταν κατάλαβε πως κάποιοι άρχισαν να ενοχλούνται απ' το συνεχή χτύπο του, το σήκωσε.
- Ποιός είναι;
- Αλίσια;
- Ναι; Ποιός είναι;
Αυτή η φωνή..
- Εγώ είμαι Αλίσια.. Ο Ντάνι.
Άκουσε καλά; Στην άλλη γραμμή ήταν εκείνο το κτήνος;
- Παλιάνθρωπε!Τολμάς και με παίρνεις τηλέφωνο;Τι θες;
- Είσαι θυμωμένη Αλίσια, το ξέρω.
- Η φίλη μου πεθαίνει κάθαρμα..Γιατί τη χτύπησες; Και το τηλέφωνό μου που το βρήκες;
- Απ' το κινητό της Μάρθας.Και φρόντισα να διαγράψω τον αριθμό σου και κάθε κλήση που σου είχε κάνει, για να μην έρθει η αστυνομία σ' επαφή μαζί σου.
- Για ποιό λόγο;
- Θέλω τη βοήθειά σου.
- Τί λες; Κατέστρεψες τη φίλη μου κι έχεις το θράσος να μου ζητάς να σε βοηθήσω;
- Δεν ήθελα να τη χτυπήσω..Εκνευρίστηκα κι έχασα τον έλεγχο.Σε παρακαλώ, κρύψε στο σπίτι σου για λίγο..
Έκανε να διαμαρτυρηθεί και να του κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα, όταν ξαφνικά μια ιδέα άστραψε στο νου της.
- Το' χεις μετανιώσει; τον ρώτησε.
- Ναι Αλίσια..
- Ωραία..σε πιστεύω.Έλα σε δέκα λεπτά πίσω απ' το εγκατελελειμένο κτίριο στην οδό Κένεντι 33..
- Ναι, ξέρω..
- Μην αργήσεις ούτε λεπτό!
- Θα' μαι στην ώρα μου..
- Αυτό θέλω κι εγώ, του είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Πήρε μια βαθιά ανάσα, σηκώθηκε και πρόσεξε έναν νεαρό αστυνομικό , καθισμένο- αρκετά κοντά της-  να τη κοιτάζει.Δεν έδωσε σημασία.Φευγαλέα της πέρασε η σκέψη, ότι ίσως ν' άκουσε τη συζήτηση.Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της και βγήκε.
Ο Ντάνι πράγματι τη περίμενε.Ήταν αξύριστος και πολυ ανήσυχος.Έκρυψε τ' αυτοκίνητό της και προχώρησε διακριτικά προς το μέρος του.
- Σ' ευχαριστώ! της ψιθύρισε.
Τον κοίταξε επιδοκιμαστικά.
- Ούτε να σε φτύσω δεν αξίζεις.
- Το ξέρω...το μετάνιωσα, σου τ' ορκίζομαι.
- Πόσες φορές αλήθεια είπες ότι το μετάνιωσες;
- Ε; Δε ξέρω..
- Έχεις ευχηθεί ποτέ σου κάτι;
- Τί...τί με ρωτάς τώρα;
- Σε ξαναρωτάω: έχεις ευχηθεί ποτε σου κάτι;
- Ναι...ίσως.Που κολλάει τώρα αυτό;
- Αν μπορούσες τώρα να ευχηθείς κάτι , τί θα ήταν αυτό;
Ο Ντάνι ένιωσε αμήχανα.
- Ε...να μην είχα χτυπήσει τη Μάρθα, ν' αλλαζαν όλα!
Η Αλίσια γέλασε..γέλασε δυνατά.
- Όλα θ' αλλάξουν Ντάνι.. Όλα!
- Δε..καταλαβαίνω!
Το πρόσωπό της αλλαξε όψη,σκοτείνιασε.Τα μάτια της μεγάλωσαν κι ο άνδρας φοβήθηκε.
- Τί...τί έπαθες;
- ΟΛΑ θ' αλλάξουν Ντάνι.. ΟΛΑ!Και θα τ' αλλάξω ΕΓΩ!
- Εισαι τρελλή! της φώναξε κι έκανε να τρέξει.Πρόλαβε και είδε τα μάτια της που πήραν το χρώμα της φωτιάς και φλόγες που ξεπήδησαν απο μέσα τους.Τον τύλιξαν στο δευτερόλεπτο.Τα ουρλιαχτά του της προκάλεσαν τόση ευχαρίστηση, που ευχαρίστως θα το ξανάκανε.Και δεν ένιωθε τύψεις, παρά μόνο μια απόκοσμη ηδονή.
Ο Ντάνι έπαψε πλέον να ουρλιάζει.Έπεσε  νεκρός σχεδόν κοντά στα πόδια της.
- Σε περιμένει η κόλαση καταραμένε, μουρμούρισε η Αλίσια κι έκανε να φύγει.
- Ακίνητη!
Η φωνή ακούστηκε πίσω της.Γύρισε.Προς μεγάλη της έκπληξη ήταν εκείνος ο νεαρός αστυνομικος απο τη καφετέρια.
- Ακίνητη είπα..Σήκωσε ψηλά τα χέρια σου.Τώρα!!
Του χαμογέλασε.
- Συγνώμη, δε θα καθίσω να με συλλάβεις.Μόλις ξεπάστρεψα ένα καθίκι.Αν περίμενα απο την αστυνομία να κάνει τη δουλειά της...
- Σου είπα να σηκωσεις ψηλα τα χέρια σου!
Η Αλίσια δεν έχασε χρόνο.Σηκωσε σκόνη με τα πόδια της, έσκυψε κι ο αστυνομικός πυροβόλησε.Κατάφερε να του ξεφύγει κι άρχισε να τρέχει.Τα πόδια της σα να είχαν βγάλει φτερά.Όταν κατάλαβε πως ο αστυνομικός την είχε χάσει, μπήκε σε μια πολυκατοικία, στάθηκε πίσω απο μια γλάστρα κι έβγαλε το κινητό της. Σχημάτισε το νούμερο του άνδρα της. Το σήκωσε φανερά νευριασμένος.
- Πού είσαι τόσες ώρες; Έχω ραντεβού με πελάτη και..
- Να προσέχεις τα παιδιά..του εϊπε λαχανιασμένα σχεδόν.
- Τί; Τί ασυναρτησίες λες;
- Πέστους ότι τ' αγαπώ πολύ.Να μου τα προσέχεις..
Έκλεισε βιαστικά , γιατί ένιωσε τα μάτια της να βουρκώνουν.Έβγαλε τη κάρτα και τα εξαφάνισε σε διαφορετικούς κάδους.Ένιωσε περίεργα, σα να άδειαζε όλο της το είναι.
Δεν υπήρχε γυρισμός πλέον.Για τη ασφάλειά τους, καλύτερα να έφευγε μακρυά τους, να χανόταν...όσο κι αν πονούσε.Η ευχή της είχε πραγματοποιηθεί κι αυτή θ' ακολουθούσε...αυτή θα ήταν η μοίρα της!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"Χαμόγελο" του Αχιλλέα Αρχοντή

"Τεμνόμενες παράλληλοι;" της Κικής Γκόβαρη

Λογοτεχνική Κριτική